Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

ΕΡΓΑΣΙΑ - ΕΠΟ 41

ΕΠΟ 41, ακαδ. Έτος 2015-2016
«Εξελίξεις στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό κατά τον 20ο Αιώνα»


Τρίτη Γραπτή Εργασία της Γ. Β.


Θέμα: «Παρουσιάστε τις βασικές γραμμές της κριτικής που ασκεί η Σχολή της Φρανκφούρτης στη Νεωτερική Κοινωνία.»

Βαθμός: 10


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
  1. Από το Μύθο στο Διαφωτισμό και τανάπαλιν
  2. Ο πολιτισμός ως αναίρεση της ζωής
  3. «Μονοδιάστατος άνθρωπος» και μαζική κουλτούρα
  4. Η «Μεγάλη Άρνηση»
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Σχολή της Φρανκφούρτης –εκ των υστέρων ονομασία, που δεν αποτέλεσε αυτοχαρακτηρισμό των ίδιων των μελών της– αναδύθηκε τη δεκαετία του ’30, αρχικά ως «Κέντρο Σοσιαλιστικών Ερευνών» και αργότερα ως «Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας»,[1] όταν μια ομάδα πανεπιστημιακών ερευνητών, εκκινώντας από τις θέσεις του Μαρξ, άσκησε δριμεία κριτική στη νεωτερική πραγματικότητα της εποχής. Είμαστε σε καιρούς όπου το όραμα του Διαφωτισμού για μια ελεύθερη και δίκαιη κοινωνία φαίνεται να διαψεύδεται. Ο ναζισμός και ο φασισμός κατακτούν τη δυτική Ευρώπη, η εργατική δύναμη, που κάποτε θεωρήθηκε ως κατεξοχήν φορέας της επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής, δείχνει να επαναπαύεται στα καταναλωτικά «δώρα» του «ώριμου» πια καπιταλισμού, ενώ την ίδια στιγμή, στην άλλη πλευρά της ηπείρου, η υλοποίηση του μαρξικού οράματος της απελευθέρωσης έχει μεταμορφωθεί στο σταλινικό του έκτρωμα.[2]

Οι θεωρητικοί της Σχολής της Φρανκφούρτης επιχειρούν να διαλευκάνουν το μυστήριο της πνευματικής και ηθικής έκπτωσης του σύγχρονου ευρωπαϊκού κόσμου, το πώς, δηλαδή, από τον πόθο της αυτονόμησης της σκέψης από κάθε είδους αυθεντία και ανάδειξης του Λόγου ως άξονα της αυτοσυγκρότησης του ανθρώπου και της κοινωνίας, κατέληξε σε μια «νέα μυθολογία», τέτοια που επέτρεψε την ανάδυση των χειρότερων ενστίκτων της ανθρώπινης ύπαρξης, οικοδομώντας έναν κόσμο βίας και παραλογισμού. Πιάνοντας το νήμα από τις απαρχές της δυτικής σκέψης –και δη την εποχή των Μύθων και, ακολούθως, της «Οδύσσειας» του Ομήρου– και, συνάμα, αντλώντας από στοχαστές, όπως ο Καντ, ο Μαρξ, ο Βέμπερ, ο Νίτσε, ο Φρόιντ κ.α., αναζητούν τα αίτια για τα οποία ο Διαφωτισμός, αντί να αποτελέσει όχημα απελευθέρωσης, έθρεψε το τέρας του ολοκληρωτισμού.[3]

Στην εργασία μας θα παρακολουθήσουμε το πνεύμα των Αντόρνο, Χορκχάιμερ και Μαρκούζε, κύριων εκπρόσωπων της Κριτικής Θεωρίας, οι οποίοι, αφενός, καταδεικνύουν τις ιδεολογικές στρεβλώσεις που, μέσα στον ιστορικό χρόνο, εγκατοίκησαν στη δυτική σκέψη, κάνοντας την «ιδέα της προόδου» να παλινδρομήσει σε μια «νέα βαρβαρότητα» και, αφετέρου, αναζητούν τρόπους μιας εκ νέου αφύπνισης του σύγχρονου ανθρώπου για την πραγμάτωση των ιδανικών της αλήθειας, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας, πηγή των οποίων αποτέλεσε, κάποτε, ο Ορθός Λόγος.[4]

1. Από το Μύθο στο Διαφωτισμό και τανάπαλιν
Όλα εκκινούν από την προσπάθεια του ανθρώπου να αντιμετωπίσει το φόβο του απέναντι στις άγνωστες δυνάμεις της φύσης που τον περιβάλλουν και τον υπερβαίνουν. Όπως, άλλοτε, ο Μύθος στόχευε στην κατανόηση της φυσικής πραγματικότητας και των φαινομένων της, έτσι και η νεωτερική σκέψη επιδιώκει, όχι μόνο να αποκαθάρει τον κόσμο από τα «μαγικά» και «σκοτεινά» του στοιχεία, αλλά να κατακτήσει τα δομικά του μυστικά, ανάγοντάς τον σε μια νομοτέλεια διάφανη για τον ανθρώπινο νου και άρα απολύτως ελέγξιμη. Δεν είναι τυχαίο ότι ολόκληρη η σύγχρονη επιστήμη θεμελιώθηκε στο γνωστό μότο του Φράνσις Βάκωνα «η γνώση είναι δύναμη».[5] Η νεωτερική σκέψη, ουσιαστικά, αντιπαρατίθεται στο φυσικό κόσμο. Μέσω της «αφαιρετικής» της λειτουργίας τον αντικειμενοποιεί, τον αντιμετωπίζει ως πράγμα διαχειρίσιμο στην υπηρεσία συγκεκριμένων στοχεύσεων και σκοπών. Ο Ορθός Λόγος, δηλαδή, αν και αρχικά αποτέλεσε όργανο της φιλοσοφικής σκέψης και προϋπόθεση της ανθρώπινης ελευθερίας από τις «άλλογες» δυνάμεις του φυσικού κόσμου, εξέπεσε σε τεχνοκρατικό εργαλείο κατίσχυσης, «χειραγώγησης» και «κατεξουσιασμού» της φύσης και των όντων της και, κατ΄ επέκταση, της κοινωνίας και των ανθρώπων της.[6]

Οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ εναντιώνονται σ΄ αυτή τη θετικιστική στροφή της επιστήμης, που συνδέει τη γνώση, κατ΄ αρχήν, με την εργαλειακή της όψη και δη με την τεχνική, θέτοντάς την, όπως είπαμε, στην υπηρεσία ιδιοτελών σκοπών. Με την «εργαλειοποίηση» του Λόγου, αναπόφευκτα, τα πάντα στη φύση γίνονται γνώσιμα, ο νους προσδένεται στην περιβάλλουσα ύλη και δεν αποτολμά πια άλματα «αληθείας», ο κόσμος «στενεύει» και μαζί τα περιθώρια για περαιτέρω ανάπτυξη και πρόοδο.[7] Ακριβώς αυτό είναι που, οι διανοητές της Σχολής της Φρανκφούρτης, ονομάζουν «αρνητική διαλεκτική της προόδου» συσχετίζοντάς την με την πραγματικότητα των σύγχρονων «βιομηχανικών κοινωνιών».[8]

Αναγνωρίζουμε εδώ την επιρροή της βεμπεριανής οπτικής, που συνέδεε τη διείσδυση της «εργαλειακής ορθολογικότητας» στις κοινωνικές δομές, αφενός, με τη «χειραφέτηση» του ανθρώπινου πνεύματος από κάθε λογής αυθεντία («απομάγευση») και αφετέρου, με την ίδια την «πραγμοποίησή» του, αποδίδοντας στον εργαλειακό Λόγο, ταυτόχρονα, θετική και αρνητική σημασία.[9] Οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ, ωστόσο, δεν έχουν καμιά αμφιβολία ότι ο Λόγος από όργανο χειραφέτησης γίνεται μέσο υποδούλωσης του ανθρώπου. Έτσι, όμως, η θεώρηση της ιστορίας ως προοδευτική πορεία προς έναν κόσμο ελευθερίας απομένει ένδεη περιεχομένου, ο άνθρωπος χάνει το στόχο του, η ζωή την αλήθεια της.[10] Ο Θετικισμός γίνεται ιδεολογία,[11] δημιουργεί «ψευδή συνείδηση», ενώ η κοινωνική «θεσμοποίηση» των νέων «γνωστικών δομών» καταλήγει στην αντικατάσταση της έννοιας της ελευθερίας, ως ειδικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης, μ΄ εκείνη της ασφάλειας, ως απαραίτητο στοιχείο της κοινωνικής συνύπαρξης. Η δε τεχνολογία ανάγεται, όπως θα δούμε, σε μέσο «απόσπασης» της κοινωνικής συναίνεσης και άκριτης αποδοχής της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων.[12] Κατά τρόπο παράδοξο, λοιπόν, ο εξορθολογισμός οδηγεί σε κενότητα περιεχομένου και νοηματοδότησης. Ο Λόγος «αυτοαναιρείται». Τουτέστιν, ο Διαφωτισμός, παρεκκλίνοντας από το αρχικό του πρόγραμμα, εξικνείται σε μια εκ νέου «μάγευση» του κόσμου, όπου οι αλλοτινοί «θεοί» υποκαθίστανται από τις αφαιρετικές νοητικές οντότητες της τυπικής λογικής.[13]

2. Ο πολιτισμός ως αναίρεση της ζωής 
Ο ίδιος ο πολιτισμός, σύμφωνα με τη Σχολή της Φρανκφούρτης, προϋποθέτει το διαφορισμό του ανθρώπου από τη φύση, που, αν μη τι άλλο, συμπεριλαμβάνει τα ίδια του τα ένστικτα, από τα οποία επιβάλλεται να αποστασιοποιηθεί, ελέγχοντάς τα και καθυποτάσσοντάς τα στο Λόγο. Η πρώτη, μάλιστα, καταγραφή της κοινωνικής αυτής προσταγής εντοπίζεται στην «Οδύσσεια» του Ομήρου, όπου, κατά την Κριτική Θεωρία, καταδεικνύεται η αναγκαιότητα υποβολής της «αρχαϊκής» ανθρώπινης φύσης στη δύναμη της νόησης ως όρος για τη δυνατότητα της «ανθρώπινης συνεργασίας» και άρα της κοινωνικής συγκρότησης και προόδου. Την ιδέα αυτή της «θυσίας» του «ατομικού» στο βωμό του «κοινωνικού»,[14] τη συναντάμε, επίσης, τόσο στο Χριστιανισμό, όσο και σε φιλοσόφους, όπως ο Καντ, ο οποίος έθεσε πάνω από απ΄ όλα την επιταγή στο καθήκον βάσει του ηθικού νόμου που ελέγχει τις αισθήσεις και απομακρύνει τον πόθο της απόλαυσης.[15] Αντίστοιχα, στον Φρόυντ αυτή η αγκύρωση των ανθρώπινων ορμέμφυτων εκφράζεται ως «αρχή της πραγματικότητας», εννοώντας ότι η απομάκρυνση από την ικανοποίηση των βαθύτερων φυσικών επιθυμιών και δη της «ηδονής» –επομένως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο «πολιτισμός» συνδέεται με την έννοια του πόνου και της «δυστυχίας» εν γένει– είναι απαραίτητη για την οικοδόμηση ενός «υπερεγώ» ως βάση της κοινωνικής συνύπαρξης, που θα επιτρέψει μια περαιτέρω θεσμική και πνευματική της αποκρυστάλλωση.[16] Εκείνο, πάντως, που επισημαίνεται από τους θεωρητικούς της Σχολής της Φρανκφούρτης –κι εδώ, σαφώς, αντλούν από τη νιτσεϊκή ιδέα περί «βουλητικής δύναμης», που αντίκειται στο λογοκρατικό έλεγχο της ανθρώπινης ύπαρξης, καταφάσκοντας στην αδάμαστη δύναμη του ενστίκτου– είναι ότι η καταστολή των ενορμήσεων για χάρη της δόμησης ενός «κοινωνικού εγώ» αποτελεί διαδικασία «καταναγκαστική» και, μάλιστα, κατά τρόπο ατελεύτητο, αφού η διατήρησή του απαιτεί ένα συνεχή αγώνα ενάντια στην ενστικτώδη ανθρώπινη φύση.[17] Ο Μαρκούζε, για παράδειγμα, αν και παραδέχεται την αναγκαιότητα μιας «minimum καταπίεσης» προκειμένου για τη σύσταση και εύρρυθμη λειτουργία της κοινωνίας, αποδίδει τη σύγχρονη κοινωνική καταδυνάστευση του ατόμου σε μια «πλεονάζουσα απώθηση» –όχι απαραίτητη για την ίδια την κοινωνική δομή– που εμφανίζεται ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ακραία ανταγωνιστικής, μόνιμα προσανατολισμένης στην ιδέα της συνεχούς ανάπτυξης, καπιταλιστικής κοινωνίας.[18] Πάντως, σύμφωνα με τον Μαρκούζε, σ΄ αυτήν, ακριβώς, την «αδικαιολόγητη» βία εκ μέρους της κοινωνίας εδράζεται η ελπίδα της αντίδρασης του ατόμου, ώστε να αρχίσει να δρα προς την κατεύθυνση της «απεργαλειοποίησης» του περιβάλλοντος κόσμου.[19]

Από την άλλη, η ορθολογικά οργανωμένη γραφειοκρατική κοινωνία, όχι μόνο παρουσιάζεται στη συνείδηση του ατόμου ως αντικειμενική και νομοτελειακή πραγματικότητα, που τον περικλείει και τον υπερβαίνει –όπως άλλοτε τα φυσικά φαινόμενα– αλλά και αποδεσμεύει, κατά τη διαδικασία του εξορθολογισμού του «δικαίου», την έννοια της «νομιμότητας» από εκείνην της «ηθικότητας».[20] Αν σ΄ αυτό προσθέσουμε το έλλειμμα αυτεπίγνωσης του κοινωνικού υποκειμένου ως αυτόνομη μοναδικότητα, άρα την αποστασιοποίησή του από το μερίδιο ηθικής ευθύνης που του αναλογεί, κατανοούμε ότι η έννοια της ηθικής, κατά τη νεωτερικότητα, τελεί υπό αίρεση.[21]

Επομένως, στον κοινωνικό καταναγκασμό της εσωτερικής ανθρώπινης φύσης εγκατοικεί ο κίνδυνος μιας ηθικής «σκλήρυνσης» κι ενός διανοητικού, εντέλει, ναυαγίου, αφού, μοιραία, ο άνθρωπος, ευθυγραμμισμένος, καθώς είναι, με το χρηστικό εργαλειακό Λόγο και, άρα, στερημένος από την ίδια τη λογική ικανότητα του «σκέφτεσθαι», απομακρύνεται από το αρχικό όραμα της προόδου, επιστρέφοντας στη «βαρβαρότητα» και στην παραφροσύνη. Οι καταπιεσμένες, δηλαδή, έμφυτες ορμές είναι αναπόφευκτο, κάποτε, να εξεγερθούν, όταν πια η ηθική δεν βρίσκει περιεχόμενο, ούτε η ζωή το νόημά της, οδηγώντας σε μια έκρηξη βίας ικανής να σαρώσει το «πολιτισμένο» κοινωνικό οικοδόμημα, στρέφοντας τον άνθρωπο, όχι μόνο εναντίον του φυσικού του περιβάλλοντος, αλλά και των ίδιων των συνανθρώπων του. Έτσι κάπως, ερμήνευσε η Σχολή της Φρανκφούρτης τις ναζιστικές θηριωδίες εκείνης της εποχής.[22]

3. «Μονοδιάστατος άνθρωπος» και μαζική κουλτούρα
 Η εννοιακή ένδεια που, όπως είπαμε, κομίζει ο εργαλειακός Λόγος, προβάλλεται στον αντικειμενικό κόσμο των πραγμάτων δια της διαδικασίας της «ανταλλαγής», η οποία, με τη σειρά της, εξαρτάται από την «ποιοτική ισοπέδωση», προς χάριν της «ποσοτικής ταύτισης», των εμπορεύσιμων ειδών.[23] Ωστόσο, η αναγκαιότητα δημιουργίας μιας ευρείας τυποποιημένης αγοράς, σε συνάρτηση με την απόλυτη πλέον «ορθολογικοποίηση του καταμερισμού εργασίας», προϋποθέτει την ομογενοποίηση και εξάλειψη των μοναδικών και ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των ατόμων, προκειμένου για την παραγωγή μιάς, αντίστοιχα, ομοιότυπης και εύκολα διαχειρίσιμης κοινωνικής μάζας. Τούτο γίνεται εφικτό μέσω της μαζικοποίησης της «κουλτούρας», που καταφέρνει να διαμορφώσει συγκεκριμένους τύπους συμπεριφοράς, τρόπους ζωής και σκέψης, επιθυμίες και προσδοκίες, όλα προσδιορισμένα στη βάση της θεμελιώδους, για την κοινωνία της αγοράς, «αρχή της αποδοτικότητας» και των οικονομικών δυνάμεων της «προσφοράς» και της «ζήτησης». Με τη μεσολάβηση δε της νέας τεχνολογίας, των ΜΜΕ και της «πολιτιστικής βιομηχανίας», όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της ανθρωπότητας προσδένεται στο παγκοσμιοποιημένο άρμα της κατευθυνόμενης και, καθ΄ ολοκληρίαν πλέον, ελεγχόμενης οικονομίας.[24]

Οι άνθρωποι επαναπαυόμενοι στο «δούρειο ίππο» των καπιταλιστικών «ευεργετημάτων», υπνωτισμένοι από τη μέθεξη ενός καταναλωτισμού που τους προσφέρει μιαν επίφαση ελευθερίας και ασφάλειας,[25] μετατρέπονται σε ανδρείκελα, που δεν ενδιαφέρονται για την αλήθεια πίσω από τα φαινόμενα και δεν επιθυμούν πια νέα γνώση πέραν εκείνης που εξυπηρετεί στη λειτουργική τους ένταξη μέσα στο καπιταλιστικό κοινωνικό σύστημα. Τουτέστιν, «αναπαράγουν» την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, η οποία, όπως είπαμε, τους επιβάλλεται ως μοναδική, «νόμιμη» και άρα «φυσιολογική», μη επιδεχόμενη μετασχηματισμών, ως άλλη, δηλαδή, φυσική νομοτέλεια πέρα από κάθε ανθρώπινη δύναμη. Μέσω, λοιπόν, της «μαζικής κουλτούρας» και της δημιουργίας αγελαίων κοινωνικών προτύπων, η εξουσία γίνεται κομμάτι της προσωπικότητας των ατόμων,[26] «διαχέεται» στον «κοινωνικό ιστό», «πανταχού παρούσα» και τα «πάντα πληρούσα» στην ανθρώπινη αντίληψη και δράση. Έτσι, η «ώριμη» καπιταλιστική κοινωνία αποκτά, όπως λέει ο Μαρκούζε, τον «μονοδιάστατο» χαρακτήρα της και γίνεται μοχλός χειραγώγησης των υποκειμένων της, αλλοτριώνοντάς τα και μετατρέποντάς τα σε απλές μετρήσιμες και, επομένως, διαχειρίσιμες αξίες.[27]

4. Η «Μεγάλη Άρνηση»
Ο Μαρκούζε δεν επαναπαύεται σε μια κριτική θεώρηση της Νεωτερικότητας. Αντίθετα, μάλιστα, από τους σύγχρονούς του στοχαστές, προχωρά στην παράθεση ενός πολιτικού «σχεδίου», προκειμένου για την υλοποίηση της ποθητής «απελευθέρωσης» και «χειραφέτησης» της ανθρώπινης ύπαρξης από τα γρανάζια της ιδεολογικοποιημένης τεχνοκρατίας. Ακολουθώντας το νήμα της μαρξιστικής σκέψης, οραματίζεται μια νέα κοινωνία ελευθερίας κι έναν καινούριο «ποιοτικά» άνθρωπο, οι εσωτερικές αισθητικές δυνάμεις του οποίου θα συμπορεύονται με την εξωτερική κοινωνική πραγματικότητα, χωρίς να αίρονται ή να συνθλίβονται.[28] Αυτό προϋποθέτει την αποκατάσταση της «αρχής της ηδονής» στο πλάι της «αρχής της πραγματικότητας», με αφετηρία τον επαναπροσδιορισμό της παραγωγικής διαδικασίας και δη του εργασιακού χρόνου, έτσι ώστε να μην αποτελεί «καταναγκασμό» και περιοριστικό παράγοντα της ελεύθερης ανθρώπινης δημιουργικής φύσης.[29]

Αντί της «μαζικής κουλτούρας», ο Μαρκούζε προσβλέπει σε μια «νέα αισθητικότητα» που, σε συνδυασμό με τη λογική σκέψη, θα μπορεί να δημιουργεί τέχνη ικανή να μεταστοιχειώνει τη «φαντασία» σε πρακτική πολιτική δύναμη. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έναν «εναλλακτικό» τύπο ορθολογικότητας, που ισορροπεί ανάμεσα στο «αισθητικό» και το «λογικό», αξιώνοντας μια καινούρια σχέση ατόμου-κοινωνίας. Με τον τρόπο αυτό, η ενστικτώδης ανθρώπινη όψη από «καταστροφική» γίνεται δημιουργική, ανάγοντας την ίδια τη ζωή σε «έργο τέχνης». Ο εργαλειακός Λόγος αίρεται και, όπως λέει ο Αντόρνο, το νοητικό χώρο καταλαμβάνει η «αισθητική λογικότητα». Ο Μαρκούζε ονοματίζει το στρατηγικό του σχέδιο «Μεγάλη Άρνηση», άρνηση, δηλαδή, του κυρίαρχου «διαφωτιστικού» προγράμματος της προόδου, άρνηση του εργαλειακού Λόγου ως φορέα ιδεολογίας και χειραγώγησης, άρνηση, εντέλει, της άρνησης της πραγμάτωσης της ελευθερίας ως όρο ευτυχίας.[30]

Για την υλοποίηση αυτού του οράματος –και αναγνωρίζοντας την επαναστατική λήθη και το συνειδησιακό εφησυχασμό που χαρακτηρίζει την υπάρχουσα εργατική τάξη, εξαιτίας της απορρόφησής της από την καπιταλιστική υπόσχεση μιας καταναλωτικής ευδαιμονίας[31]– αναζητά νέα «συλλογικά υποκείμενα» στον κόσμο των «περιθωριακών» και των «σπουδαστών», που είτε διαφεύγουν του συστήματος, («άστεγοι», «ακτιβιστές», «out droppers», «hippies» κλπ), είτε διαθέτουν μιαν ατιθάσευτη νεανική φύση που με την κατάλληλη διαπαιδαγώγηση μπορεί να μεταμορφωθεί σε δύναμη κοινωνικού μετασχηματισμού, αποτελώντας, ενδεχομένως, την καινούρια αφυπνισμένη εργατική τάξη. Όχι τυχαία, ο Μαρκούζε έγινε σύμβολο της υπόσχεσης της ουτοπίας την εποχή των φοιτητικών εξεγέρσεων της δεκαετίας του ΄60, αλλά και θεμελιωτής της Νέας Αριστεράς, απ΄ όπου αναδύθηκαν τα κινήματα που διαμόρφωσαν το μετέπειτα πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό πνευματικό περιβάλλον της μετανεωτερικής Ευρώπης.[32]

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η Σχολή της Φρανκφούρτης επιχείρησε να κατανοήσει τις νοητικές στρεβλώσεις που οδήγησαν στη διάψευση του Διαφωτιστικού οράματος της ελευθερίας και της προόδου. Φέρνει, και πάλι, στην επιφάνεια το ζήτημα του μαρξικού «προτάγματος της ανθρώπινης χειραφέτησης», αναζητώντας νέα ερείσματα και τρόπους υλοποίησής του σ΄ έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από της εποχής του Μαρξ.[33] Αντίκειται στη θετικιστική στροφή, θεωρώντας ότι ανήγαγε τον εργαλειακό Λόγο σε  καταρχήν άξονα διαμόρφωσης, όχι μόνο του γνωστικού πεδίου, αλλά της κοινωνίας εν γένει, υποβαθμίζοντας το φιλοσοφικό στοχασμό σε «τεχνική οργάνωσης».[34] Ο κόσμος έγινε γνώσιμος, σημαίνει «αποϊεροποιήθηκε». Η απομυθοποίηση, όμως, αυτή, τελικά, οδήγησε σε μια τέτοια αφαίρεση εννοιακού περιεχομένου, ώστε αποτέλεσε μια «νέα μυθολογία» από την οποία αναδύθηκε ο σύγχρονος αλλοτριωμένος άνθρωπος.

Αν στις αρχές του 20ου αιώνα το αποτέλεσμα αυτής της διάψευσης εκφράστηκε μέσα από τις σταλινικές και ναζιστικές αγριότητες, από τις αρχές του 21ου αιώνα και μετά –και παρόλη την προηγούμενη μεγάλη προσπάθεια διάσωσης του νεωτερικού οράματος της κοινωνικής ειρήνης– φαίνεται πως ζούμε ένα ακόμα επεισόδιο της ανθρώπινης παλινδρόμησης προς τη βαρβαρότητα. Γιατί η ισοπέδωση που έχει επιφέρει η οικονομική παγκοσμιοποίηση, δημιουργώντας έναν οικουμενικό δικτάτορα στο όνομα της αγοράς, έχει ταυτόχρονα ξυπνήσει τις αρχέγονες ανθρώπινες δυνάμεις (βλ. θρησκευτικός φονταμενταλισμός, νεοεθνικισμός, νεοφασισμός, νεοναζισμός κλπ), που, χωρίς τα έρμα της «αισθητικής λογικότητας» που προτείνει η Σχολή της Φρανκφούρτης, μετασχηματίζονται σε κύμα θυμού και επιθετικότητας, έτοιμο να σαρώσει και τα τελευταία ψήγματα του πολιτισμού που συγκρότησε η Νεωτερικότητα. Είμαστε στην εποχή όπου «το διαλυμένο εγώ αναγνωρίζεται ως ιδεολογία»,[35] όπου η γραφειοκρατική κοινωνία αποτελεί μέγγενη, χωρίς ηθικότητα και χωρίς οίκτο, για το ανθρώπινο πνεύμα, όπου η ζωή στερείται ολοσχερώς την αξία της, όπου η μετριότητα ανάγεται σε life style, όπου το σύστημα φαίνεται να γνωρίζει περισσότερα για την ανθρώπινη φύση απ΄όσα ο ίδιος ο άνθρωπος για τον εαυτό του, ώστε να τον χειρίζεται ωσάν μαριονέτα. Είμαστε στην εποχή της «σαλαμοποίησης», όπου η ηθική, η δικαιοσύνη και η ελευθερία, χάνονται στο ομιχλώδες τοπίο της κοινωνικής «ασφάλειας» και της τεχνοκρατικής εξέλιξης. Η μαζική «πολιτιστική βιομηχανία» έχει ανάγει την τέχνη σε εμπόρευμα, τον άνθρωπο σε κοινωνικό κατασκεύασμα, το βίωμα σε προϊόν με «οδηγίες χρήσης». Όπως παρατηρεί ο Horkeimer, «η πρόοδος του Λόγου που οδηγεί στην αυτοκαταστροφή έχει φτάσει στο τέλος της: τίποτε άλλο δεν απομένει παρά βαρβαρότητα ή ελευθερία».[36] Το μόνο που μας σώζει είναι, όπως λέει ο Μαρκούζε, μια ποιοτική μεταμόρφωση της ίδιας της ανθρώπινης αντιληπτικής φύσης.

Ευθυγραμμιζόμενοι με την ουτοπική πίστη του Μαρκούζε στη δυνατότητα πολιτικής επανασυγκρότησης του κόσμου στη βάση μιας «νέας αισθητικότητας» και δη της τέχνης που κομίζει έναν αληθινό Λόγο ελευθερίας, θα κλείσουμε την εργασία μας παραθέτοντας ενδεικτικά αποσπάσματα από ρήσεις και έργα σύγχρονων καλλιτεχνών, που επιμένουν να αμφισβητούν τη δύναμη του συστήματος απέναντι στον άνθρωπο. Λέει, λοιπόν, ο βαθιά στοχαστικός συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις: «Κανένα σύστημα δεν θα σας υποσχεθεί την ελευθερία σας. Δεν υπάρχει τέτοιο σύστημα, σας είπαν ψέματα. Μόνιμα θα διεκδικείτε ολοένα και περισσότερο αυτό που σας αρνούνται […]. Με λίγες μόνο εξαιρέσεις. Μα με τις εξαιρέσεις ο κόσμος προχωρά. Όσοι αντέξετε θα πάτε ένα βήμα πιο μπροστά.»[37] Ο Παύλος Σιδηρόπουλος, με τη σειρά του, έκανε σύνθημα το πρόταγμα του Μαρκούζε όταν τραγούδησε «Δωσ’ τη μπουγάδα στην εφορία/γράψ΄ ένα σύνθημα στο ασανσέρ/άνοιξε γκάζι με το μυαλό σου/βάλε ταχύτητα με την καρδιά/η φαντασία στην εξουσία…», συμπαρασύροντας στη μουσική του μέθεξη μια ολόκληρη γενιά ακροατών.[38] Ακολουθεί το κείμενο ενός νέου καλλιτέχνη, του ηθοποιού/σκηνοθέτη Οδυσσέα Ι. Κωνσταντίνου, όπου, αντλώντας από τη θεατρική του εμπειρία, περιγράφει την ειρωνική αντιστροφή της ελευθερίας του υποκειμένου, τη στιγμή που συνειδητοποιεί την κατάφωρη και ανενδοίαστη χειραγώγησή του:

Οδηγίες κατασκευής κοινωνικού ρόλου:
Όρισέ μου τη μέρα. Όρισέ μου το μέρος.
Όρισέ μου την πράξη. Όρισέ μου το γένος.
Όρισέ μου την πίστη. Όρισέ μου το θάρρος.
Όρισέ μου τις λέξεις. Όρισέ μου το μέτρο.
Όρισέ μου το φύλο. Όρισέ μου το στάτους.
Όρισέ μου τη θέση. Όρισέ μου τα ναι και τα όχι.
Όρισέ μου τη γνώμη. Όρισέ μου το σθένος.
Όρισε μου το στυλ και το θέμα. Όρισέ μου τη δράση.
Όρισέ μου το πριν. Όρισέ μου την ανάγκη.
Όρισέ μου το πάθος. Όρισέ μου την αγάπη.
Όρισέ μου τον έρωτα και τη σεξουαλική ορμή.
Όρισέ μου το βλέμμα. Όρισέ μου το έξω και το μέσα.
Όρισέ μου το πολύ. Όρισέ μου το λίγο.
Όρισέ μου το θέλω και το είμαι. Όρισέ μου τη φύση.
Τώρα άσε με να υπάρξω ελεύθερος και να διαλέξω.
Τώρα δεν σου ανήκω πια.
Τώρα είμαι δικός μου.
Τώρα είμαι ελεύθερος.
Τώρα είμαι ελεύθερος.
Τώρα είμαι ελεύθερος.
Τώρα είμαι ελεύθερος.

  
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ιακώβου Β., «Η κριτκή θεωρία και η Νεωτερικότητα» στο Κοινωνική σκέψη και Νεωτερικότητα, επιμ. Κονιόρδος Μ. Σ., εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2010
Craib I., Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία: Από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας, επιμ. Λέκκα Ε. Π., εκδ. Τόπος, Αθήνα 2011
Horkheimer M, Το τέλος του Λόγου, μτφρ Ροζάνη Στ., εκδ. Έρασμος, Αθήνα 1988
Φωτόπουλος Ν., «Από τον Μονοδιάστατο Άνθρωπο στην Αποικιοποίηση του Βιοκόσμου: Χέμπερτ Μαρκούζε και Γιούργκεν Χάμπερμας απέναντι στη Νεωτερικότητα» στο Κοινωνική σκέψη και Νεωτερικότητα, επιμ. Κονιόρδος Μ. Σ., εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2010
Wellmer A., Λόγος, Ουτοπία και Διαλεκτική του Διαφωτισμού, μτφρ. Λυκιαρδοπούλου Γ., εκδ. Έρασμος, Αθήνα 1989
«Manos Hatzidakis & L. CannavaciuoloAltalena Dreams», Ανακτήθηκε στις 11/3/2016 από https://soundcloud.com/manosjmt/hadjidakis-cannavacciuolo-altalena-dreams-manosjmt
«Η φαντασία στην εξουσία – Παύλος Σιδηρόπουλος», Ανακτήθηκε στις 12/3/2016 από https://www.youtube.com/watch?v=yUqmcG2G0Xk


[1] Craib I., Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία: Από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας, επιμ. Λέκκα Ε. Π., εκδ. Τόπος, Αθήνα 2011, σ. 304
[2] Φωτόπουλος Ν., «Από τον Μονοδιάστατο Άνθρωπο στην Αποικιοποίηση του Βιοκόσμου: Χέμπερτ Μαρκούζε και Γιούργκεν Χάμπερμας απέναντι στη Νεωτερικότητα» στο Κοινωνική σκέψη και Νεωτερικότητα, επιμ. Κονιόρδος Μ. Σ., εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2010, σ. 326, Ιακώβου Β., «Η κριτκή θεωρία και η Νεωτερικότητα» στο Κοινωνική σκέψη και Νεωτερικότητα, επιμ. Κονιόρδος Μ. Σ., εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2010, σ. 302, 305-306
[3] Ιακώβου, σ. 303, 306
[4] Ιακώβου, σ. 302, 306-307, Horkheimer M, Το τέλος του Λόγου, μτφρ Ροζάνη Στ., εκδ. Έρασμος, Αθήνα 1988, σ. 15
[5] Ιακώβου, σ. 308-310
[6] Ο.π., σ. 309-310, 314, Horkheimer, σ. 34
[7] Ιακώβου, σ. 310, Craib, σ. 312
[8] Wellmer A., Λόγος, Ουτοπία και Διαλεκτική του Διαφωτισμού, μτφρ. Λυκιαρδοπούλου Γ., εκδ. Έρασμος, Αθήνα 1989, σ. 18
[9] Wellmer, σ. 14, 21-22
[10] Ιακώβου, σ. 312, 314
[11] Craib, σ. 312
[12] Φωτόπουλος, σ. 327-328, Wellmer, σ. 17
[13] Ιακώβου, σ. 310, 316, Horkeimer, σ. 16-17, 34, Wellmer, σ. 17
[14] Ιακώβου, σ. 311-312, 318, Φωτόπουλος, σ. 327, Horkeimer, σ. 20, 25
[15] Οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ, ωστόσο, αναγνωρίζουν στη φιλοσοφική προσέγγιση του Καντ –που τόσο έδωσε έμφαση στην ηθική ως κοινωνικό άξονα και βάση ελευθερίας–  μια κεκαλλυμενη διάσταση του εργαλειακού λόγου. Και πράγματι, στην «κατηγορική προσταγή», «πράξε έτσι ώστε ο άνθρωπος να μην αποτελεί ποτέ μόνο μέσο για την επίτευξη στόχων», παρόλο που ο Καντ προτάσσει το «ποτέ μόνο» ως ηθικό κανόνα, δείχνει, εντούτοις, να αναγνωρίζει τη δυνατότητα του ανθρώπου να αποτελεί ο ίδιος «μέσο επίτευξης στόχων».
[16] Ιακώβου, σ. 317, Craib, σ. 325
[17] Ο.π., σ. 316-317, Horkheimer, σ. 20
[18] Φωτόπουλος, σ. 327, Craib, σ. 325
[19] Craib, σ. 326
[20] Wellmer, σ. 16
[21] Horkheimer, σ. 29-30
[22] Ιακώβου, σ. 306, 312, 317-318, Φωτόπουλος, σ. 327, Ο εργαλειακός Λόγος αποτέλεσε ιδεολογική σημαία του φασισμού. Όπως, ενδεικτικά, αναφέρει ο Horkeimer, «Μέσα στα όρια του φασισμού το να αψηφά κανείς το Λόγο είναι έγκλημα καθοσιόσεως.» (Horkeimer, σ. 18)
[23] Ιακώβου, σ. 315, Horkeimer, σ. 21-22
[24] Φωτόπουλος, σ. 328-329, Horkheimer, σ. 31, 33
[25] Craib, σ. 321, 322
[26] Ο.π., σ. 324
[27] Horkheimer, σ. 34-35, 38, Φωτόπουλος, σ. 328-330, 340, Ιακώβου, σ. 316
[28] Craib, σ. 337
[29] Φωτόπουλος, σ. 328-330
[30] Φωτόπουλος, σ. 326, 330-332, 342, Wellmer, σ. 19, 24
[31] Craib, σ. 307
[32] Φωτόπουλος, σ. 331-332, 341, 343
[33] Craib, σ. 333
[34] Horkheimer, σ. 34
[35] Ο.π., σ. 46
[36] Ο.π., σ. 47
[37]«Manos Hatrzidakis & L. CannavaciuoloAltalena Dreams», Ανακτήθηκε στις 11/3/2016 από https://soundcloud.com/manosjmt/hadjidakis-cannavacciuolo-altalena-dreams-manosjmt
[38] «Η φαντασία στην εξουσία – Παύλος Σιδηρόπουλος». Ανακτήθηκε στις 12.03.2016 από https://www.youtube.com/watch?v=yUqmcG2G0Xk 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου