Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

ΕΡΓΑΣΙΑ - ΕΠΟ 31


ΕΑΠ ΕΠΟ 31 - 3η ΕΡΓΑΣΙΑ Γ. Β. (12.03.2012)

ΘΕΜΑ: Με την εισαγωγή της Νευτώνειας μεθόδου, η έννοια του φυσικού νόμου καθίσταται θεμελιώδης στη φυσική φιλοσοφία. Η αναζήτηση και η μαθηματική διατύπωση φυσικών νόμων τροφοδοτεί εξίσου τη διανοητική στάση που χαρακτηρίζεται από εμπιστοσύνη στις γνωστικές δυνάμεις του ανθρώπου, καθώς και αυτή που αντιμετωπίζει τη δυνατότητα της γνώσης του φυσικού κόσμου με σκεπτικισμό.

Εξετάστε πώς αποτυπώνονται στις φιλοσοφικές συζητήσεις του 17ου και 18ου αιώνα οι αντιλήψεις σχετικά με τη δυνατότητα των φυσικών νόμων να εκφράσουν ουσιώδεις ιδιότητες της φύσης. Διευκρινίστε την απάντησή σας αναλύοντας τις απόψεις του Καρτέσιου και του Χιουμ.

ΒΑΘΜΟΣ: 10 


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΚΕΦ.1ο ΝΕΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΚΕΨΗ
1.1.Η έννοια του φυσικού νόμου την εποχή της νεωτερικότητας
1.2.Η αναζωπύρωση του σκεπτικισμού
1.3.Ορθολογιστές και εμπειριστές
ΚΕΦ.2ο ΝΕΥΤΩΝ
2.1.Η κοσμολογική του σύλληψη
2.2.Principia Mathematica
2.3.Νευτώνεια επιστημονική μέθοδος
2.4.Ανάλυση και σύνθεση κατά Νεύτωνα
2.5.Ντετερμινισμός
ΚΕΦ.3ο ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ
3.1.Καρτέσιος και Νεύτων
3.2.Περί Μεθόδου Λόγος
ΚΕΦ.4ο ΧΙΟΥΜ
4.1.Επιστημολογία του Χιουμ
4.2.Αιτιότητα και γνωσιολογικό πρόβλημα επαγωγής
4.3.Η σύγκλιση στη σκέψη του Χιουμ και του Νεύτωνα 
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τον 17ο αιώνα η φυσική φιλοσοφία περνά από τη γνώση του διότι στη γνώση του ότι.[1] Σημειώνεται, δηλαδή, μια στροφή από την αριστοτελική ποιοτική περιγραφή της φύσης[2] στη μαθηματική και ποσοτική της μελέτη.[3] Στην παρούσα εργασία θα περιγράψουμε το επιστημονικό και φιλοσοφικό κλίμα της εποχής μέσα από το πρίσμα του νέου σκεπτικισμού,[4] της νευτώνειας πειραματικής φιλοσοφίας, της κοσμολογίας του Καρτέσιου και της επιστημολογίας του Χιουμ. Θα ολοκληρώσουμε με μια προβληματική της επιστημονικής λογικής, έτσι όπως προκύπτει από όλες αυτές τις συζητήσεις.

ΚΕΦ.1ο: ΝΕΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

1.1.Η έννοια του φυσικού νόμου την εποχή της νεωτερικότητας
Οι ανακαλύψεις του Κοπέρνικου, του Κέπλερ και του Γαλιλαίου καταρρίπτουν την αριστοτελική εικόνα του κόσμου και εγκαινιάζουν μια καινούρια εποχή στην επιστήμη, όπου η μαθηματικοποίηση της φύσης επιτρέπει την πρόσβαση στη βαθύτερη φυσική νομοτέλεια και τη διατύπωση ποσοτικών φυσικών νόμων. Με τη νευτώνεια, μάλιστα, μέθοδο η έννοια του φυσικού νόμου καθίσταται θεμελιώδης στη φυσική φιλοσοφία, ενώ αφορά πλέον τον εντοπισμό των ενεργητικών αρχών δια των οποίων σχηματίζονται τα πράγματα και όχι τις οποιεσδήποτε μεταφυσικές αναγκαιότητες που μέχρι τώρα επέβαλλε η αριστοτελική κοσμοθεωρία.[5]

1.2.Η αναζωπύρωση του σκεπτικισμού
Παράλληλα, η μεταφραστική κίνηση των αρχαίων συγγραμμάτων απευθείας από το πρωτότυπο,[6] επαναφέρει στο φως, όχι μόνο τις πυθαγόρειες και πλατωνικές ιδέες που άλλαξαν το μεταφυσικό υπόβαθρο της εποχής,[7] αλλά και την ίδια την έννοια του σκεπτικισμού.[8] Έτσι, καθώς ο αριστοτελικός συλλογισμός αποδεικνύεται ότι είτε απλά φανερώνει ό,τι είναι ήδη γνωστό ή αφορά μόνο τα επιμέρους,[9] αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον για τη δυνατότητα της γνώσης και τη μέθοδο απόκτησής της και τίθεται εκ νέου το ερώτημα για το «κριτήριο της αλήθειας»,[10] με άξονα αφενός τα πειστήρια της εμπειρίας κι αφετέρου τη λογική τους επεξεργασία.[11] Η εμπειρική αντίληψη έχει, βέβαια, τώρα, με το μέρος της τη φυσική επιστήμη και ο ορθολογισμός τα μαθηματικά.[12] Η αλήθεια γίνεται το καθαρό αντικείμενο της επιστήμης, ενώ η φιλοσοφία μετατρέπεται σε επιστημολογική έρευνα που αφορά το ίδιο το υποκείμενο της γνώσης και τις εγγενείς γνωστικές δυνάμεις του νου.[13]

1.3.Ορθολογιστές και εμπειριστές
Η φιλοσοφική ιστορία της περιόδου που μελετάμε[14] «ερμηνεύτηκε μέσα από τη διαμάχη ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα» των ορθολογιστών και των εμπειριστών.[15] Οι ορθολογιστές δομούν τα φιλοσοφικά τους συστήματα a priori, πιστεύοντας στην κατάκτηση βέβαιης γνώσης μέσω του λόγου,[16] ενώ οι εμπειριστές διερευνούν την αντικειμενικότητα των εννοιών, τα όρια της ανθρώπινης γνώσης και την έννοια της αιτιότητας a posteriori,[17] υιοθετώντας μια μάλλον απαισιόδοξη στάση απέναντι στη δυνατότητα πρόσβασης στην απόλυτη αλήθεια.[18] Από αυτήν την καθαρά εμπειρική κατεύθυνση θα προκύψει το μέγιστο επίτευγμα του Νεύτωνα.[19]

ΚΕΦ.2ο: ΝΕΥΤΩΝ

2.1.Η κοσμολογική του σύλληψη
Ο Νεύτων είναι αυτός που «ολοκληρώνει τη Γαλιλαϊκή παράδοση της υποταγής της θεωρίας στην πειραματική επιβεβαίωση».[20] Συνέλαβε πρώτος το σύμπαν ως πλέγμα γενικότατων νόμων που βρίσκουν μαθηματική έκφραση και πειραματική επαλήθευση. Η συνεισφορά του στην ιστορία της επιστήμης υπήρξε καθοριστική. Όχι μόνο πρότεινε μια ενιαία γενική θεωρία της λειτουργίας του σύμπαντος, «ως απόρροια καθολικών και αναγκαίων νόμων»,[21] όχι μόνο προχώρησε στην περαιτέρω διατύπωσή τους, αλλά «κάθε μια από τις επιμέρους επιστημονικές ανακαλύψεις του άνοιξαν καινούρια κεφάλαια θεωρητικής γνώσης».[22] Δεν είναι τυχαίο ότι η νευτώνεια σκέψη επηρέασε όλους τους τομείς της πνευματικής ζωής της Ευρώπης.[23]

2.2.Principia Μathematica
Στο έργο του Principia Mathematica, ο Νεύτων εκθέτει τις θεμελιώδεις αρχές μιας γενικής κοσμολογίας, διατυπώνοντας τους τρεις νόμους της κίνησης,[24] παρουσιάζοντας τους βασικούς κανόνες της πειραματικής του μεθόδου, εισάγοντας την έννοια της ελκτικής δύναμης και περιγράφοντας τον τρόπο που αυτή επενεργεί σε ολόκληρο το ηλιακό σύστημα.[25] Η επακόλουθη δυνατότητα της επακριβής μέτρησης των σχετικών μεγεθών επιτρέπει τώρα την ακριβή πρόβλεψη των κινήσεων όλων των σωμάτων, πράγμα που αναδεικνύει την επιστήμη σε μείζον εργαλείο εξουσίας του ανθρώπου πάνω στη φύση.[26]

2.3.Νευτώνεια επιστημονική μέθοδος
Καθώς την εποχή αυτή οι μεταφυσικοί προβληματισμοί και οι θεολογικές εικασίες δεν απουσιάζουν, διαμορφώνεται μια μεθοδολογική τάση η οποία χρησιμοποιεί τη μεταφυσική ενόραση[27] ως πηγή ευρετικών υποθέσεων.[28] Ο Νεύτων, ωστόσο, αντιτάσσεται σε κάθε είδους εκ των προτέρων παραδοχές και φτάνει σε γενικεύσεις ακολουθώντας αυστηρά την επαγωγική διαδικασία. Παρόλα αυτά, χρησιμοποιεί κι αυτός κάποιες εξηγητικές υποθέσεις που τον βοηθούν στην οργάνωση της πειραματικής πράξης και την κατανόηση των παρατηρήσεών του.[29] Διατείνεται ότι η αλήθεια των γενικών νόμων της φύσης αποκαλύπτεται ως «καθολική εμπειρική κανονικότητα» μέσα από τα ίδια τα φαινόμενα, ακόμα κι αν «οι πρώτες αιτίες τους δεν έχουν ακόμα ανακαλυφθεί». Αντικείμενο της επιστήμης του είναι, δηλαδή, το ποιοι είναι και πώς λειτουργούν οι νόμοι της φύσης και όχι το γιατί.[30] Διαχωρίζει έτσι την πειραματική του φιλοσοφία από οποιαδήποτε μεταφυσική θεμελίωση[31] και θεωρεί ως έργο της επιστήμης την αποτελεσματική εξήγηση των εμπειρικών φαινομένων.[32]

2.4.Η ανάλυση και η σύνθεση κατά Νεύτωνα
Κρίσιμο συστατικό της μεθοδολογίας του αποτελεί η ανάλυση και η σύνθεση.[33] Η μέθοδος της ανάλυσης[34] συνίσταται αφενός στην επιτέλεση πειραμάτων και παρατηρήσεων κι αφετέρου στη συναγωγή γενικεύσεων, πάντα δια της επαγωγικής μεθόδου. Προχωράμε από τα σύνθετα σώματα στα συστατικά τους στοιχεία, από τις κινήσεις στις δυνάμεις, από τα αποτελέσματα στις αιτίες κι από το ειδικό στο γενικό.[35] Η σύνθεση ακολουθεί αντίθετη πορεία από τις θεμελιωμένες αιτίες στα αποτελέσματα, στην εξήγηση των φαινομένων και εντέλει στην απόδειξή τους. Έτσι, με την ανάλυση αναγνωρίζονται οι κανονικότητες των φαινομένων που παρατηρούνται στη φύση, ενώ με τη σύνθεση τα φαινόμενα εξηγούνται από τις προκύπτουσες επαγωγικές γενικεύσεις.[36]

2.5.Ντετερμινισμός
Το νευτώνειο σύμπαν, λοιπόν, διέπεται από απλούς αιτιακούς νόμους που «περιγράφουν τη δράση των πρωταρχικών αιτιών από τα οποία προέρχεται η απειρία των εμπειρικών φαινομένων». Η δυνατότητα πρόβλεψης μέσω της αναγκαίας σύνδεσης αιτιών και αποτελεσμάτων[37] θα δώσει ώθηση στον αισιόδοξο αιτιοκρατικό τρόπο σκέψης,[38] αν και για τον ίδιο τον Νεύτωνα μια επαγωγικά θεμελιωμένη αρχή, καθώς υπερβαίνει την εμπειρία, τελεί πάντα υπό αίρεση, υπονομεύεται, δηλαδή, από ένα αρνητικό πειραματικό αποτέλεσμα.[39]

ΚΕΦ.3ο:ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ

3.1. Καρτέσιος και Νεύτων
Αν και ο Νεύτωνας υπήρξε μέγιστος, το σύστημα που κυριαρχούσε στην εποχή του ήταν αυτό του Καρτέσιου.[40] Η θεωρία του Νεύτωνα αντιτάχθηκε σθεναρά σ΄ εκείνην του Καρτέσιου, όχι μόνο λόγω της οντολογικής αναγκαιότητας που επικαλείτο,[41] αλλά κυρίως για την έλλειψη πειραματικής θεμελίωσής της.[42] Είναι αλήθεια ότι ο Καρτέσιος δεν συνέλαβε τη σημασία του πειράματος,[43] τη στιγμή που ο Νεύτωνας παρουσίασε και εφάρμοσε τον πιο συνεκτικό ορισμό της πειραματικής μεθόδου.[44]
Ο Καρτέσιος, από τη μεριά του,[45] θεωρεί τα μαθηματικά και τη γεωμετρία ως κατεξοχήν φορείς της αλήθειας και ως πρότυπα της λογικής[46] κι όχι απλά ως εργαλεία, ενώ υποστηρίζει ότι η φυσική τάξη κινείται από τις αιτίες προς τα αποτελέσματα.[47] Όσον αφορά δε τη μέθοδο της ανάλυσης και της σύνθεσης,[48] εννοεί την ανάλυση ως μαθηματική αναγωγή του σύνθετου στο απλό και τη σύνθεση ως λογική παραγωγή δευτερογενών αληθειών, ενώ ο Νεύτων εστιάζει στη δράση των αιτιών και χρησιμοποιεί την ανάλυση ως επαγωγική γενίκευση μέσω παρατηρήσεων και τη σύνθεση ως την «υπαγωγή των φαινομένων υπό μια εξηγητική στέγη επαγωγικών γενικεύσεων».[49]

3.2.Περί μεθόδου λόγος
Ο Καρτέσιος είναι αυτός που παρουσιάζει την πρώτη ολοκληρωμένη κοσμολογία της νεωτερικότητας ικανοποιώντας τη μηχανιστική κοπερνίκεια σύλληψη του σύμπαντος και ενσωματώνοντας κρίσιμες, για την εποχή, επιστημονικές αρχές.[50] Ορθολογιστής καθώς είναι, καταγγέλλει την αξιοπιστία των αισθήσεων και θεωρεί ως μόνη έγκυρη πηγή γνώσης τον καθαρό λόγο.[51] Μέσα από την σκεπτικιστική του προβληματική της «υπερβολικής αμφιβολίας» και την αυτοσκόπηση,[52] βρίσκει μια «σταθερή και αξιόπιστη βάση»,[53] από όπου είναι δυνατή η πρόσβαση σε μια γνώση απρόσβλητη από κάθε αμφιβολία.[54] Καταλήγει, έτσι, να αναγνωρίσει ως μόνη αληθινή ουσία του ανθρώπου τη νοητική του ικανότητα,[55] βεβαιότητα που[56] τον οδηγεί στον οντολογικό διαχωρισμό νου και σώματος.[57] Προσβλέπει σε μια καθολική μέθοδο[58] όπου η γεωμετρική ανάλυση των αρχαίων και η άλγεβρα των σύγχρονων ενώνονται.[59]
Η μεθοδολογία του αφορά την αξιωματική μέθοδο των μαθηματικών και βασίζεται στην διανοητική ενόραση και στη λογική παραγωγή.[60] Διαχωρίζει τις ιδιότητες κατά το πρότυπο του Γαλιλαίου[61] και με τη μέθοδο του γεωμέτρη,[62] καθιστά τις εξεταζόμενες αλήθειες αντικείμενα εποπτείας.[63] Θεμέλιο της επιστήμης του θεωρεί τις προφανείς, ευκρινείς και ευδιάκριτες ιδέες που διακρίνονται για την απόλυτη απλότητά τους,[64] επιβάλλονται από λογική αναγκαιότητα, δεν επιδέχονται απόδειξη και είναι έμφυτες στη συνείδηση. Αυτές είναι τα αξιώματα από όπου παράγονται τα θεωρήματα με την εφαρμογή της σύνθεσης.[65]
Πάντως, όσον αφορά το θέμα της βεβαιότητας,[66] ήταν κάτι που αποκλείστηκε από την βολονταριστική άποψη του Νεύτωνα περί θεϊκού σχεδίου,[67] ο οποίος θεωρούσε ότι το σύμπαν υπερβαίνει το μηχανιστικό κοσμοείδωλο του Καρτέσιου.[68] Εντέλει, η αδυναμία του «καρτεσιανού κύκλου»[69] και οι παράδοξες θεωρίες του[70] προκάλεσαν την αμφισβήτηση της πλειονότητας των μεταγενέστερων διανοητών.

ΚΕΦ.4ο:ΧΙΟΥΜ

4.1.Η επιστημολογία του Χιουμ
Ο Χιουμ[71] αντίθετα από τον Καρτέσιο, και όπως όλοι οι εμπειριστές, θεμελιώνει την επιστημολογία του στην παρατήρηση. Αποφαίνεται ότι καθώς αυτό που μπορεί να αντιληφθεί ο νους είναι μόνο το εμπειρικό υλικό,[72] αντικείμενο της επιστήμης δεν μπορεί να είναι άλλο από τη διερεύνηση των λειτουργιών του ανθρώπινου νου και τη συστηματική κατάταξη των εμπειρικών αυτών ιδεών σύμφωνα με τους ρυθμούς και τις κανονικότητες που τις διέπουν.[73] Προβάλλει, δηλαδή, την ιδέα της ενιαίας επιστήμης του φυσικού κόσμου στον άνθρωπο[74] και μετατρέπει τη θεωρία σε έρευνα.[75]

4.2.Αιτιότητα και γνωσιολογικό πρόβλημα της επαγωγής
Σύμφωνα με τον Χιουμ, η αιτιακή σύνδεση των φαινομένων[76] δεν αφορά παρά μια υποκειμενική πίστη βασισμένη πάνω σε μια νοητική συνήθεια,[77] που έχει να κάνει τόσο με την επαναληπτικότητα όσο και με τη γειτνίαση δύο απολύτως ξεχωριστών συμβάντων στο χώρο και στο χρόνο.[78] Η αιτιότητα φέρεται ως αποτέλεσμα συνδυασμού και όχι πραγματικής σύνδεσης.[79] Άρα η ισχύς μιας αιτιώδους διαπλοκής ενδυναμώνεται με την συχνότητα των παρατηρήσεων, ενώ δεδομένου ότι η ανθρώπινη αντιληπτικότητα είναι πεπερασμένη,[80] οι θεωρητικές γενικεύσεις στις οποίες μπορούμε να καταλήξουμε είναι μόνο πιθανολογικές.[81] Από τη στιγμή, λοιπόν, που το μέλλον είναι εκτός εμπειρίας, η έννοια της πιθανότητας δεν αναφέρεται παρά στην προσδοκία ότι το μέλλον θα μοιάζει με το παρελθόν, μια σύνδεση χωρίς εμπειρική ή λογική βάση, από την οποία, όμως, εξαρτάται η δυνατότητα αιτιακών προβλέψεων.[82] Αυτό είναι και το θεμελιώδες γνωσιολογικό πρόβλημα της επαγωγής.[83] Απ΄ ό,τι φαίνεται, είχε δίκιο ο Καρτέσιος όταν έλεγε ότι μόνο τα μαθηματικά μπορούν να υποσχεθούν βεβαιότητα, αφορούν, όμως, τις σχέσεις των ιδεών μεταξύ τους κι όχι τον κόσμο αυτό καθαυτό.[84]
Ο Χιουμ υπερασπίζεται την επιστήμη στο πλαίσιο των θεμελιωμένων εμπειρικών συνηθειών[85] ως εργαλείο που μπορεί να αποφέρει πρακτικά οφέλη για τον άνθρωπο.[86] Ενδιαφέρεται για τη νόηση όσο και για τα πάθη και βρίσκει αντιστοιχίες και αναλογίες μεταξύ τους.[87] Τον απασχολούν οι αντιλήψεις[88] και διαιρεί τα αντικείμενα του ανθρώπινου λόγου σε σχέσεις των ιδεών (αποδεικτικά βέβαιες μαθηματικές προτάσεις)[89] και σε γεγονότα (που δεν είναι ούτε εποπτικά ούτε αποδεικτικά βέβαια). Πιστεύει, εντέλει, ότι οι πεποιθήσεις είναι αποτέλεσμα αυτών καθαυτών των διανοητικών μας κατασκευών,[90] και απαισιοδοξεί ως προς την πρόσβαση σε βέβαιη γνώση.

4.3.Η σύγκλιση στη σκέψη του Χιουμ και του Νεύτωνα
Αν και όσον αφορά το σκοπό και το αντικείμενο της επιστήμης, η θέση του Χιουμ φαίνεται να διαφέρει από αυτήν του Νεύτωνα,[91] εντούτοις, η εγγύτητα των απόψεών τους είναι φανερή.[92] Και για τους δύο ο αντικειμενικός κόσμος είναι μεν δυνατός αλλά αναπόδεικτος, η ανθρώπινη αντιληπτικότητα πεπερασμένη και οι θεωρητικές γενικεύσεις δεν έχουν παρά μια πιθανολογική ισχύ.[93] Εξάλλου, «όπως ο Νεύτων συστηματοποίησε τις κινήσεις των πλανητών, έτσι κι ο Χιούμ συστηματοποίησε φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους νοητικές διεργασίες».[94] Ο ίδιος ο Χιουμ αναφέρει τις αρχές που αφορούν τη συσχέτιση των ιδεών μεταξύ τους[95] ως ένα είδος έλξης,[96] παρόμοιας με τη βαρυτική δύναμη που παρατήρησε ο Νεύτων στο φυσικό κόσμο.[97]
Όσον αφορά το χρόνο και το χώρο, φαίνεται πως ο Χιουμ συμμερίζεται την άποψη του Νεύτωνα περί απόλυτου χωροχρόνου και μάλιστα θεωρεί την ιδέα του κενού όχι απλώς πραγματική και δυνατή, αλλά αναγκαία και αναπόφευκτη, περιγράφοντάς το, όπως και ο Νεύτων,[98] ως έκφραση της παντοδυναμίας μιας θεότητας.[99]
Θεωρεί, επίσης, ότι οι αισθητηριακές εντυπώσεις και οι ιδέες προκύπτουν από «άγνωστα αίτια»,[100] με τον ίδιο τρόπο που ο Νεύτων εκτιμά ότι η αλήθεια εμφανίζεται στα φαινόμενα και μπορεί να μελετηθεί «αν και οι πρώτες αιτίες τους δεν έχουν ακόμα ανακαλυφθεί».[101] Ο Νεύτων περιγράφει αιτιώδεις συνάφειες χωρίς να ασχολείται με μεταφυσικές αναγκαιότητες[102] και, αντίστοιχα, ο Χιουμ αρνείται να εμπλακεί σε ερωτήματα πέρα των άμεσων γεγονότων της εμπειρίας.[103] Τέλος, τόσο ο Νεύτων όσο και ο Χιουμ αναγνωρίζουν τους νόμους ως κανονικότητες που διέπουν αφενός τη φύση(για τον πρώτο) και αφετέρου τις εμπειρικές ιδέες(για τον δεύτερο).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τόσο οι εμπειριστές όσο και οι ορθολογιστές έχουν ως αφετηρία της σκέψης τους την αμφιβολία, αλλά, αναφορικά με τη δυνατότητα της γνώσης, ο δρόμος οδηγεί τους μεν στην απόλυτη βεβαιότητα, τους δε στον απόλυτο σκεπτικισμό. Είναι δύσκολο να καταλήξουμε αν η λογική της επιστήμης οφείλει να είναι επαγωγική (όπως υποστηρίζουν οι εμπειριστές), ή παραγωγική (κατά τους ορθολογιστές). Αν επιβάλλεται να βασίζεται σε γενικεύσεις προκύπτουσες από συσσωρευμένες παρατηρήσεις (Χιουμ), σε υποθετικά μοντέλα που υπόκεινται σε πειραματικό έλεγχο (Νεύτων) ή σε μεταφυσικές αναγκαιότητες (Καρτέσιος). Είναι άραγε ο στόχος των επιστημονικών θεωριών η εύρεση της απόλυτης αλήθειας[104] ή η πρόβλεψη και ο έλεγχος της φύσης;[105] Εντέλει, αποτελεσματικότερο είναι το παραγωγικό επιχείρημα,[106] η εγκυρότητα του οποίου, όμως, οφείλεται στη μορφή του και όχι στο ίδιο το περιεχόμενό του, ή το επαγωγικό,[107] όπου το συμπέρασμα αφορά μεν το περιεχόμενο, αλλά υπερβαίνει την εμπειρία; Ο διάλογος αυτός συνεχίστηκε για αιώνες μετά, καταλήγοντας σήμερα στο φαινομενικά παράδοξο εγχείρημα της αναζήτησης μιας απόλυτα μεταφυσικής οντότητας με καθαρά πειραματικό τρόπο.[108]


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.      Π. Βαλλιάνος, Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τ. Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα:2008
2.       J. Cottingham, Φιλοσοφία της Επιστήμης Α΄: Οι Ορθολογιστές, εκδ. Πολύτροπον, Αθήνα:2003
3.       Descartes, Λόγος Περί της Μεθόδου, μτφρ. Χρ. Χρηστίδης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα:1976
4.       Χ. Θεοδωρίδης, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα:1955
5.     Δ. Μεντζενιώτης, «Η μαθηματικοποίηση της φύσης» στο Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη-Κείμενα Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Επιστημών, ΕΑΠ, Πάτρα:2008
6.   Μ. Πατηνιώτης, «Νεύτων και Νευτωνισμός στην Ευρώπη του 18ου αιώνα» στο Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη-Κείμενα Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Επιστημών, ΕΑΠ, Πάτρα:2008
7.      Φ. Σατελέ, Η Φιλοσοφία, τ.Α΄, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, εκδ. ΓΝΩΣΗ, Αθήνα:2006
8.      W. Windelband-H. Heimsoeth, Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, τ. Β΄, ΜΙΕΤ, Αθήνα:2005
9.       R. S. Woolhouse, Φιλοσοφία της Επιστήμης Β΄: Εμπειριστές, εκδ. Πολύτροπον, Αθήνα:2003
1     Χ. Φίλη, «Η δημιουργία της αναλυτικής γεωμετρίας» στο Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη-Κείμενα Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Επιστημών, ΕΑΠ, Πάτρα:2008
1  Ν. Χιουμ, Πραγματεία για την Ανθρώπινη Φύση, Βιβλίο πρώτο: Για τη νόηση, εκδ. Πατάκη, Αθήνα:2005




[1] Δ. Μετζενιώτης, Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη-Κείμενα Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Επιστημών, ΕΑΠ, Πάτρα:2008, σ.79,80
[2] J. Cottingham, Φιλοσοφία της Επιστήμης Α΄: Οι Ορθολογιστές, εκδ. Πολύτροπον, Αθήνα:2003, σ.22
[3] Π. Βαλλιάνος, Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τ. Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα:2008, σ.48
[4] Έτσι όπως θα προκύψει από τη δυναμική της Αναγέννησης.
[5] Ο.π., σ.110, «Η γνώση δεν αφορά το είναι αλλά το φυσικό γίγνεσθαι.» W. Windelband-H. Heimsoeth, Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, τ. Β΄, ΜΙΕΤ, Αθήνα: 2005, σ.158
[6] Που επιτάσσει η Αναγέννηση.
[7] Μετζενιώτης, σ.81
[8] Έτσι όπως εντοπίζεται στα ελληνικά κείμενα του Σέξτου Εμπειρικού (200μ.Χ.) (R.S. Woolhouse, Φιλοσοφία της Επιστήμης Β΄: Οι Εμπειριστές, εκδ. Πολύτροπον, Αθήνα:2003, σ.14)
[9] Επομένως αδυνατεί να εκφράσει μια καθολική γενίκευση κι έπεται η ανάγκη προσέγγισης νέων τρόπων έρευνας ικανών να διεισδύσουν στην αλήθεια. (Windelband-Heimsoeth, σ.151)
[10] Woolhouse, σ.14
[11] Βαλλιάνος, σ.63
[12] Χ. Θεοδωρίδης, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα:1955, σ.107
[13] Βαλλιάνος, σ. 65
[14] «Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως αγώνας των μεθόδων.» (Windelband, σ.146)
[15] Cottingham, σ.16, Διαχωρισμός, παρόλα αυτά, εξιδανικευτικός, αφού η διάκριση αυτή ουδέποτε υπήρξε απόλυτα ξεκάθαρη (Ο.π., σ.19, Woolhouse, σ.11)
[16] Cottingham, σ.16, 20
[17] Με αφετηρία, δηλαδή, τα αποτελέσματα της εμπειρίας. (Βαλλιάνος, σ.76)
[18] Ο.π., σ.122
[19] Ο.π., σ.71
[20] Ο.π., σ.88
[21] Ο.π., σ.105, 106
[22] Ανακάλυψε το διαφορικό λογισμό, ενώ η σωματιδιακή του θεωρία του φωτός, μαζί με την κυματική θεωρία του Huygens, έθεσαν το πλαίσιο της πειραματικής έρευνας για τον 19ο αιώνα. (Ο.π., σ.103-104)
[23] Δημιουργήθηκε το πνευματικό ρεύμα του Νευτωνισμού προκειμένου «για την επίλυση ζητημάτων που αφορούσαν την ανθρώπινη συμπεριφορά, τη λειτουργία του κράτους και τα θρησκευτικά δόγματα.» (Μ. Πατηνιώτης, Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη-Κείμενα Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Επιστημών, ΕΑΠ, Πάτρα:2008, σ.41)
[24] α) νόμος αδράνειας, β) κάθε αλλαγή στην κίνηση ενός σώματος είναι ανάλογη με το μέγεθος της δύναμης που την προκαλεί και γ) σε κάθε δράση αντιτίθεται μια ίσου μεγέθους αντίδραση (Βαλλιάνος, σ.105)
[25] F=G m1 m2/d2, Το πρωτοφανές χαρακτηριστικό της εξ αποστάσεως δράσης της δύναμης αυτής θα εγείρει τη δυσπιστία των φυσικών επιστημόνων της εποχής, αφού θεωρούν τη δύναμη αυτή παράλογη καθότι «μαγική» ή απόκρυφη. (Ο.π., σ.105)
[26] Αυτό ήταν και το πρόταγμα της Αναγέννησης η ικανοποίηση του οποίου αναγάγει το νευτώνειο επίτευγμα στο κατεξοχήν επιστημονικό υπόβαθρο της νεωτερικότητας. (Ο.π., σ.103, 106)
[27] Ένα είδος έμπνευσης ή άμεσης θεωρίας (intuition). (Θεοδωρίδης, σ.175)
[28] Κυρίως από τους ορθολογιστές.
[29] Αν και φέρονται ως συναγωγές της εμπειρικής παρατήρησης και όχι ως πρωτογενή αξιώματα θεωρητικού λόγου.
[30] Παρατηρούμε εδώ την πλήρη αντιστροφή της αριστοτέλειας επιστημολογίας του διότι.
[31] Βαλλιάνος, σ.109-110
[32] Με σύγχρονους όρους θα λέγαμε την πρακτική αυτή θεώρηση της επιστήμης “θετικιστική”» (Ο.π., σ.108), η εγκυρότητα της οποίας έγκειται στην έκταση των παρατηρησιακών δεδομένων, στην πειραματική επιβεβαίωση και στη δυνατότητα προβλέψεων. (Ο.π., σ.110)
[33] Κατά κάποιο τρόπο υπερασπίζεται την αναλυτικοσυνθετική μέθοδο της Πάδοβας. (Woolhouse, σ.209)
[34] Που προηγείται της σύνθεσης.
[35] Βαλλιάνος σ.111
[36] Ο.π., σ.112
[37] Αφού η παρουσία της φυσικής αιτίας εγγυάται το αποτέλεσμα. (Ο.π., σ.107)
[38] Ο.π., σ.107, Ο λεγόμενος «ντετερμινισμός» υποστηρίζει ότι «εάν ήταν δυνατό να είχαμε μια ακριβή ποσοτική περιγραφή της μάζας και της φοράς κάθε σωματιδίου της ύλης κατά την αρχέγονη νεφελωματική κατάσταση, τότε θα ήμασταν σε θέση να προβλέψουμε με βεβαιότητα κάθε ανεξαιρέτως συμβάν σε ολόκληρη τη μεταγενέστερη ιστορία του κόσμου.» (Ο.π., σ.118)
[39] Ο.π., σ.113
[40] Ένας από τους λόγους της επιτυχίας του ήταν ότι έγραψε την πραγματεία του στα γαλλικά κι όχι στα λατινικά, γεγονός που έκανε το έργο του προσβάσιμο από ένα πλατύ κοινο κι όχι μόνο από «εκείνους που πιστεύουν στ΄ αρχαία βιβλία». (Descartes, σ.69)
[41] Είναι γνωστή η ρήση του Νεύτωνα «Hypotheseis non fingo» (Βαλλιάνος, σ.112), αν και όπως έχουμε ήδη αναφέρει δεν απέφυγε και ο ίδιος τις εξηγητικές υποθέσεις. (Ο.π., σ.109)
[42] Ο.π., σ.111, Ο Νεύτων γι΄ αυτόν τον λόγο απέρριψε την καρτεσιανή θεωρία των δινών. (Πατηνιώτης, σ.39)
[43] Το σύστημά του χαρακτηρίστηκε από έναν ορθολογικό δογματισμό βασισμένο σε μεταφυσικές υποθέσεις. (Βαλλιάνος, σ.88)
[44] Πατηνιώτης, σ.40
[45] Και σε αντίθεση με τον Νεύτωνα.
[46] Υποστηρίζει, μάλιστα, την εφαρμογή της μαθηματικής μεθόδου «σε όλα τα πράγματα που βρίσκονται εντός της εμβέλειας της ανθρώπινης γνώσης. (Μεντζενιώτης, σ.84, Cottingham, σ.67)
[47] Φ. Σατελέ, Η Φιλοσοφία, τ. Α΄, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, εκδ. ΓΝΩΣΗ, Αθήνα:2006, σ.448
[48] Ο Καρτέσιος πήρε τη διάκριση της «ανάλυσης» και της «σύνθεσης» από τον Έλληνα γεωμέτρη Πάππου Αλεξανδρινό κι όχι από τη σχολή της Πάδοβας. (Cottingham, σ.80)
[49] Cottingham., σ.112
[50] Ο.π., σ.88
[51] O.π., σ.80-81
[52] O.π., σ.81
[53] Ένα αρχιμήδειο πα στω. (Οπ., σ.74)
[54] Descartes, Λόγος Περί της Μεθόδου, μτφρ. Χρ. Χρηστίδης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα:1976, σ.32, Εκλαμβάνει δε ως εγγύηση αυτής της βεβαιότητας την ύπαρξη του Θεού. «Τα πράγματα που διανοούμαστε πολύ καθαρά και πολύ διακριτά είναι όλα αληθινά μονάχα επειδή ο Θεός υπάρχει.» (Ο.π., σ.36)
[55] Το γνωστό «Cogito ergo sum
[56] Συναρτήσει της αρχής της «αιτιακής επάρκειας», στην οποία πιστεύει ο Καρτέσιος, ότι, δηλαδή, «πρέπει να υπάρχουν στο αίτιο τουλάχιστον τόσα όσα και στο αποτέλεσμα.» (Cottingham, σ.128-129)
[57] Εξοβελίζοντας έτσι από τα υλικά σώματα τις περίφημες και αποδιοπομπαίες «απόκρυφες ιδιότητες». (Πατηνιώτης, σ.42)
[58] Μια «mathesis universalis» (Cottingham, σ.67-68)
[59] Η αναλυτική του γεωμετρία δεν είναι άλλο από την αναγωγή της γεωμετρίας στα προβλήματα της άλγεβρας. (Χ. Φίλη, Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στη Ευρώπη-Κείμενα Ιστορίας και Φιλοσφίας των Επιστημών, ΕΑΠ, Πάτρα:2008, σ.74-75) «Έπρεπε να αναζητήσω μια άλλη μέθοδο που συγκεντρώνοντας τα πλεονεκτήματα της λογικής, της ανάλυσης και της άλγεβρας θα ήταν απαλλαγμένη από τα ελαττώματά τους.» (Descartes, σ.19)
[60] Βαλλιάνος, σ.83
[61] Σε πρωτογενείς και δευτερογενείς. (Ο.π., σ.80)
[62] Την ανάλυση, δηλαδή, ενός σύνθετου ζητήματος σε απλές έννοιες. (Ο.π., σ.112)
[63] Cottingham, σ.64
[64] Ο.π., σ.66
[65] Ενός παραγωγικού, δηλαδή, συλλογισμού. (Ο.π., σ.66, Βαλλιάνος, σ.84)
[66] Που για τον Καρτέσιο, όπως είπαμε, αποτέλεσε το πρώτο θεμέλιο της επιστημολογίας του. (Βαλλιάνος, σ.113)
[67] Είναι αδύνατη η πρόσβαση στη βούληση του Θεού και άρα «στην οριστική γνώση της φύσης των υλικών σωμάτων». (Πατηνιώτης, σ.43)
[68] Ο.π., 42, Αποδεικνύει, για παράδειγμα, ότι η δύναμη της παγκόσμιας έλξης δρα εξ αποστάσεως, ενώ σύμφωνα με τον Καρτέσιο, η «επενέργεια των δυνάμεων γίνεται πάντα εξ επαφής. (Βαλλιάνος, σ.106)

[69] Η προϋπόθεση, δηλαδή, του ζητούμενου. (Cottingham, σ.85)
[70] Όπως αυτή του αυτοματισμού των ζώων. (Descartes, σ.51-52)
[71] Αν και φαίνεται να συμμερίζεται την άποψη του Καρτέσιου που θέτει τη γνωστική δραστηριότητα ως κεντρική του ανθρώπου.
[72] Έτσι όπως αυτό εναποτίθεται μέσα του από τις αισθήσεις και όχι άμεσα τον πραγματικό εξωτερικό κόσμο. (Βαλλιάνος, σ.128)
[73] Ο.π., σ.129
[74] Woolhouse, σ.207-208, «Όλα αποτελούν ομοίως αναπόφευκτο αποτέλεσμα των ίδιων παρατηρήσιμων χαρακτηριστικών αρχών της ανθρώπινης φύσης» (Ο.π., σ.211)
[75] Σατελέ, σ.499
[76] Η ίδια η ιδέα της αιτιότητας προέρχεται από αυτήν καθαυτή την εμπειρία. (Ν. Χιουμ, Πραγματεία για την Ανθρώπινη Φύση, Βιβλίο πρώτο: Για τη νόηση, εκδ. Πατάκη, Αθήνα:2005, σ.214)
[77] «Η εμπειρία είναι μια αρχή που με πληροφορεί για τις διάφορες συζεύξεις των αντικειμένων στο παρελθόν, Το έθος είναι μια άλλη αρχή που με οδηγεί να περιμένω το ίδιο και στο μέλλον. (Ο.π., σ.458) «Οι πεποιθήσεις περί γεγονότων δεν βασίζονται στο λόγο αλλά στη συνήθεια, το έθιμο και τους συνειρμικούς συλλογισμούς του νου.» (Woolhouse, σ.225)
[78] Βαλλιάνος, σ.129
[79] Woolhouse, σ.229, «Το ότι κάτι που υπάρχει πρέπει να οφείλει την ύπαρξή του σε μια αιτία δεν είναι ούτε εποπτικά ούτε αποδεικτικά βέβαιο» (Χιουμ, σ.201)
[80] «Καθώς είναι εν γένει αδύνατη η άμεση εμπειρία των άπειρων πραγμάτων του κόσμου.» (Βαλλιάνος, σ.129)
[81] Εφόσον μελλοντικές παρατηρήσεις ενδέχεται να ανατρέψουν τις ισχύουσες επιστημονικές θεωρίες. (Ο.π., σ.129)
[82] Δυνατότητα που, όπως έχουμε πει, αποτελεί για τους εμπειριστές ένα από τα κατεξοχήν επιστημονικά κριτήρια.
[83] Ο.π., σ.130
[84] Ο Χιουμ θεωρεί τα μαθηματικά μη οντότητες, χωρίς, δηλαδή, αναφορά στην πραγματική ύπαρξη. (Χιουμ, σ.141) ενώ απορρίπτει ακόμα και την ίδια τη γεωμετρία του Καρτέσιου λέγοντας πως αποκλίνει από την πραγματικότητα και άρα δεν αποβλέπει σε πλήρη βεβαιότητα. (Ο.π., σ.186)
[85] Τοποθετώντας το λόγο στην υπηρεσία της εμπειρίας. (Ο.π., σ.131)
[86] Βαλλιάνος, σ.131, Αναγνωρίζουμε εδώ την παρουσία της βασικής αναγεννησιακής θέσης που θέλει τον άνθρωπο να επωφελείται από την επιστήμη προκειμένου να θέσει τη φύση στην υπηρεσία του.
[87] Woolhouse, σ.210
[88] Με τον όρο «αντιλήψεις» εννοεί το περιεχόμενο του νου, όπως αισθήσεις, πεποιθήσεις, κρίσεις, μνήμες και αισθήματα. (Ο.π., σ.211) Τις διαχωρίζει δε σε «εντυπώσεις» (άμεσα προσλαμβάνουσες αισθήσεις) και σε «ιδέες» (αμυδρές εικόνες των αισθήσεων στη σκέψη) –η διαφορά έγκειται στο βαθμό δύναμης και ζωντάνιας- καθώς και σε σύνθετες και απλές. (Ο.π., σ.211, 213, 215, Χιουμ, σ.83-84) Εφαρμόζει, μάλιστα, το πείραμα της ανάλυσης των σύνθετων σκέψεων σε απλές ιδέες, ώστε να καταστεί δυνατή η μελέτη και η κατάταξή τους. (Αυτό ίσως να μας θυμίζει την ανάλυση κατά τον Καρτέσιο.)
[89] Ωστόσο διατείνεται ότι «ένας αληθινός σκεπτικιστής είναι διστακτικός τόσο απέναντι στις φιλοσοφικές του αμφιβολίες, όσο και απέναντι στις φιλοσοφικές του βεβαιότητες». (Ο.π., σ.469)
[90] Woolhouse, σ.218, 226
[91] Όπως έχουμε ήδη πει, για τον Χιουμ αντικείμενο της επιστήμης είναι ο άνθρωπος και σκοπός της η μελέτη και η κατάταξη των εμπειρικών ιδεών, ενώ για τον δεύτερο η επιστήμη αφορά την αποτελεσματική εξήγηση της εξωτερικής φυσικής πραγματικότητας και τη δυνατότητα προβλέψεων.
[92] Ο ίδιος ο Χιουμ φαίνεται να θαυμάζει τον Νεύτωνα, αφού στο έργο του «Η Ιστορία της Αγγλίας» αναφέρεται σ΄ αυτόν ως «η μεγαλύτερη και σπανιότερη ιδιοφυΐα που παρουσιάστηκε ποτέ στον κόσμο». (Ο.π., σ.209)
[93] Βαλλιάνος, σ.128-129
[94] Woolhouse, σ.209
[95] Ομοιότητα, συνάφεια στο χρόνο και στον τόπο, αιτία & αποτέλεσμα. (Ο.π., 216)
[96] Που ομαδοποιεί τις σκέψεις. (Ο.π., σ.209)
[97] Ο.π., 216, Χιουμ, σ.99
[98] Πιστεύει στον απόλυτο χρόνο και χώρο όπου «ο Θεός διασκορπίζει τα υλικά σώματα που δημιουργεί». (Βαλλιάνος, σ.92)
[99] Χιουμ, σ.161-162
[100] «Το να εξηγήσουμε τις έσχατες αιτίες των νοητικών ενεργειών μας είναι αδύνατον. Αρκεί να μπορέσουμε να δώσουμε μια ικανοποιητική εξήγησή τους με βάση την εμπειρία και την αναλογία.» (Ο.π., σ.113)
[101] Βαλλιάνος, σ.110
[102] Τοποθετώντας τη μεταφυσική εκτός επιστημονικού πλαισίου.
[103] Woolhouse, σ.210, 215, Χιουμ, σ.173, «Όταν λέμε ότι επιθυμούμε να γνωρίσουμε την έσχατη ενεργούσα αρχή, εννοώντας κάτι που ενυπάρχει στο εξωτερικό αντικείμενο, είτε ερχόμαστε σε αντίφαση με τον ίδιο μας τον εαυτό, είτε μιλάμε χωρίς νόημα.» (Ο.π., σ.460)
[104] Ρεαλισμός ορθολογιστών.
[105] Εργαλειοκρατία εμπειριστών.
[106] Όπου αληθείς προκείμενες οδηγούν σε αληθές συμπέρασμα, άρα παρέχει βεβαιότητα.
[107] Όπου η αλήθεια των προκείμενων δεν εγγυάται την αλήθεια του συμπεράσματος.
[108] Αναφορά στο πείραμα του CERN, που αποσκοπεί στην αναζήτηση του «σωματιδίου του Θεού».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου