Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

ΕΡΓΑΣΙΑ - ΕΠΟ 22


ΕΠΟ22-4η ΕΡΓΑΣΙΑ Γ. Β.

ΘΕΜΑ: Μελετώντας τα αποσπάσματα από τα έργα του Μισέλ Φουκώ (1926-1984) Επιτήρηση και Τιμωρία και Ιστορία της Σεξουαλικότητας, Ι. Η βούληση για γνώση, παρουσιάστε τους τρόπους μέσω των οποίων διαπλέκονται, σύμφωνα με το Φουκώ, η επιστημονική γνώση και η εξουσία στη δημιουργία πειθαρχημένων και «κανονικοποιημένων» «υποκειμένων». Να αναδείξετε το ρόλο των ανθρωπιστικών επιστημών (συμπεριλαμβανομένης της ιατρικής, ψυχιατρικής, εγκληματολογίας κλπ) στη διαδικασία αυτή, καθώς και να εξετάσετε τα περιθώρια αντίστασης που αναγνωρίζει η θεώρηση του Φουκώ στα άτομα ενάντια στην «κανονικοποίησή» τους.

 ΒΑΘΜΟΣ: 9 (για τον συγκεκριμένο καθηγητή το 9 ήταν το βαθμολογικό του όριο)



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΚΕΦ. 1ο ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ
1.1. Το πέρασμα από το ορατό στο αόρατο  
1.2. Στόχος το κοινωνικά χρήσιμο  
1.3. Η εμπλοκή των ανθρωπιστικών επιστημών  
1.5. Κατασκευή του υποκειμένου  
ΚΕΦ. 2ο Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑΣ
2.1. Από τις θρησκευτικές στις πολιτικές πρακτικές λόγου  
2.2. Εξουσία και γνώση, μια σχέση εμμένειας  
2.3. Σεξουαλικότητα και κοινωνική χρησιμότητα  
2.4. Οι ανθρωπιστικές επιστήμες ως κοινωνικές πρακτικές  
2.5. Βιο-εξουσία 
2.6. Το αόρατο πρόσωπο της εξουσίας  
2.7. Εξουσία και αντίσταση, δύο πόλοι του ίδιου πράγματος 
ΕΠΙΛΟΓΟΣ  
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ  


ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το πέρασμα από την Αναγέννηση, στην κλασική εποχή και στο μοντερνισμό φέρει μαζί του αλλαγές στην ίδια τη λογική της κοινωνίας, καθώς και στον τρόπο που δομούνται οι επιστήμες. Το πρόσωπο της εξουσίας δείχνει να συναρτάται με τη γνώση, δημιουργώντας όλο και πιο περίπλοκα, όσο και άρρητα, πλέγματα. Ο Μισέλ Πωλ Φουκώ, σύγχρονος γάλλος διανοητής και φιλόσοφος, εντόπισε και περιέγραψε τους τρόπους εμπλοκής και συνάρθρωσης της επιστημονικής γνώσης και των εξουσιαστικών μηχανισμών στη δημιουργία υποταγμένων και «κανονικοποιημένων» «υποκειμένων». Στην παρούσα εργασία καλούμαστε να παρουσιάσουμε αυτούς τους τρόπους διαπλοκής, το ρόλο των ανθρωπιστικών επιστημών στην όλη διαδικασία, καθώς και τις δυνατότητες αντίστασης που φαίνεται να προσφέρει το ίδιο αυτό εξουσιαστικό σύστημα.

ΚΕΦ. 1ο. ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ[1]
1.1.            Το πέρασμα από το ορατό στο αόρατο
Ο Μισέλ Φουκώ στο έργο του Επιτήρηση και τιμωρία χρησιμοποιεί τη μέθοδο της γενεαλογίας,[2] προκειμένου να καταδείξει την εξουσία, όχι τόσο ως κατασταλτική αρχή,[3] αλλά ως αρχή ελέγχου που «γεννάει» το ίδιο το ανθρώπινο υποκείμενο το οποίο, στη συνέχεια, επιδιώκει να καθυποτάξει. Ξεδιπλώνει το νήμα της σκέψης του περιγράφοντας τις βαθιές αλλαγές στο τιμωρητικό σύστημα της Ευρώπης, από τις αρχές, ήδη, του 19ου αιώνα, όπου εξαφανίζεται η θεαματική εθιμοτυπία των βασανιστηρίων και παρατηρείται μια μετατόπιση του «ανακριτικού» ενδιαφέροντος από το ορατό σώμα στη «σφαίρα της αφηρημένης συνείδησης».[4] Ο στόχος δεν είναι πλέον το σώμα αυτό καθαυτό, αλλά ένα «νομικό υποκείμενο» που κινδυνεύει να στερηθεί το δικαίωμα στην ελευθερία και στη ζωή.[5] Με την αλλαγή αυτή στόχευσης του ποινικού συστήματος, ο Φουκώ παρατηρεί ότι μπορεί μεν να μειώνεται η ένταση της βίας, ταυτόχρονα, ωστόσο, τροποποιείται το εννοιολογικό περιεχόμενο του «εγκλήματος», συμπεριλαμβάνοντας, όχι μόνο την πράξη, αλλά και την ίδια τη φύση του πράττοντος.[6] Η ψυχολογική του, δηλαδή, ατομικότητα ανάγεται στην έννοια της επικινδυνότητας εν γένει.[7]

1.2.             Στόχος το κοινωνικά χρήσιμο
Οι νέες θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου έχουν ήδη τοποθετήσει το ενδιαφέρον για την αντιμετώπιση του εγκλήματος μέσα στα πλαίσια μιας κοινωνίας που αιτείται την εύρυθμη λειτουργία της. Το έγκλημα αποτελεί πια ρήξη του συμβολαίου, κάτι που επιτάσσει μιαν «αποκατάσταση» του «πάσχοντος» στοιχείου, έναν έλεγχο και σωφρονισμό των εκάστοτε ατομικών συμπεριφορών.[8] Τουτέστιν, τα πάθη, τα ένστικτα, οι διαστροφές, οι επιθυμίες, βρίσκονται στο στόχαστρο ενός συστήματος δικαιοσύνης που επεμβαίνει για να «διορθώσει» αυτόν τον πυρήνα ύπαρξης,[9] να τον θέσει μέσα σε κανονιστικά πρότυπα, να τον υποτάξει και, εντέλει, να τον συγκροτήσει ως ένα ρυθμισμένο, και άρα χρήσιμο, γρανάζι ενός ευρύτερου συστήματος παραγωγής.[10]

1.3.             Η εμπλοκή των ανθρωπιστικών επιστημών
Έτσι γίνεται και η σκυτάλη περνά από το δήμιο του Μεσαίωνα στους «ειδικούς» της νεωτερικότητας,[11] που καλούνται να αντικειμενικοποιήσουν αυτή τη φύση, να τη χαρακτηρίσουν, να την αποτιμήσουν, να διαγνώσουν το «πρόβλημα» και να αποφανθούν με όρους αλήθειας για την ενοχή[12] και, κυρίως, για τους ενδεδειγμένους τρόπους «κανονικοποίησης».[13] Η δικαιοσύνη δεν προσανατολίζεται πια στην απόδοση ευθυνών, αλλά στον απόλυτο έλεγχο του ατόμου στη βάση αληθειών επενδυμένων με επιστημονικό κύρος,[14] που καταλήγουν να διευκολύνουν το έργο της εξουσίας.

Δημιουργείται, επομένως, ένα πλέγμα εξουσίας και γνώσης, αλληλοεξαρτώμενο και αλληλοσυμπληρούμενο. Ψυχίατροι, παιδαγωγοί, γιατροί, εγκληματολόγοι, διαπλέκονται με το δικαστικό σύστημα, επαναπροσδιορίζοντας και θεμελιώνοντας την εξουσία της τιμωρίας,[15] την ίδια στιγμή που κι εκείνη (η εξουσία) συγκροτεί την παραγόμενη γνώση.[16] Μια γνώση που δεν λειτουργεί απλά επεξηγηματικά μιας ενοχής, αλλά καθορίζει τους τρόπους πειθάρχησης και περιβάλλει με επιστημονικό κύρος την όποια διαδικασία «κανονικοποίησης» του ατόμου. Εντοπίζονται αιτίες μιας «εγγενούς παθολογίας» που παίρνουν τη μορφή «ελαφρυντικών» των πράξεων, μιας παθολογίας, όμως, με την οποία, εντέλει, το σώμα επενδύεται, «σημαδεύεται», καθυποτάσσεται, μετατρέπεται σε αντικείμενο γνώσης,[17] σχηματίζεται ως εργασιακή δύναμη,[18] «ενσωματώνεται», ώστε να αποτελέσει, εντέλει, αν όχι ένα απόλυτα υγιές, τουλάχιστον, ένα «ακίνδυνο» κύτταρο της κοινωνίας που το εμπεριέχει. Ο Φουκώ καταλήγει να εξηγεί την ανάδυση των ανθρωπιστικών επιστημών, μέσα από την ισχυροποίηση της πειθαρχικής εξουσίας κατά τη διαδικασία επιβολής της στις πιο κρυφές όψεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς.[19]

1.4.             Κατασκευή του υποκειμένου
Αποδομεί το ανθρώπινο υποκείμενο ως αυτόνομη οντότητα, αναδεικνύοντας το γεγονός της συγκρότησής του από την ίδια τη γνώση, ώστε να καταστεί απολύτως κατευθυνόμενο από τις αόρατες εξουσιαστικές δυνάμεις. Ως εκ τούτου, η ψυχή δεν αποτελεί παρά μια επινόηση, ένα κατασκεύασμα, ένα σημείο «συνάρθρωσης» της γνώσης και της εξουσίας, ένα εργαλείο για την καθυπόταξη του σώματος.[20]

ΚΕΦ. 2ο Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑΣ[21]
2.1. Από τις θρησκευτικές στις πολιτικές πρακτικές λόγου
Ο Φουκώ, στο έργο του Ιστορία της σεξουαλικότητας, επεκτείνει την προσέγγισή του αυτή, αναδεικνύοντας την ίδια τη σεξουαλικότητα, όπως και το υποκείμενο, ως αποτέλεσμα και ταυτόχρονα εργαλείο άσκησης,[22] αλλά και πεδίο στήριξης της εξουσίας.[23] Παρατηρεί ότι ήδη με την άνοδο της αστικής τάξης εγκαινιάζεται μια εποχή καταστολής της σεξουαλικότητας μέσα από μια επιβαλλόμενη λογοκρισία, εκ παραλλήλου, ωστόσο, με μια προτροπή για πολλαπλασιασμό των λόγων όσον αφορά το σεξ.[24] Μέσα σ’ ένα πλαίσιο πνευματικής καθοδήγησης, τουτέστιν ενός πεδίου άσκησης εξουσίας,[25] τίθεται το αίτημα για συνεχή «λογοθέτηση» του σεξ,[26] ώστε να αποκαλυφθεί και να φανερώσει το «μυστικό» του,[27] τις επιθυμίες και τις σκέψεις, δηλαδή, που κρύβονται πίσω από τις εκάστοτε «αμαρτωλές» πράξεις. Έτσι, από τις πρακτικές της θρησκείας θα δημιουργηθεί ένας μηχανισμός εξουσίας που δεν θα αργήσει να προεκταθεί και να επαναπροωθηθεί, αυτή τη φορά από ένα «δημόσιο συμφέρον».[28]

2.2. Εξουσία και γνώση, μια σχέση εμμένειας
Το σεξ «ντύνεται» περισσότερο την ορθολογικότητα παρά την ηθική. Η ανάδυση, εξάλλου, της έννοιας του «πληθυσμού», με οικονομικούς και πολιτικούς όρους, απαιτεί μια καταγραφή και ανάλυση, σε ποσοστά, των μεταβλητών που την απαρτίζουν. Ως αποτέλεσμα, η σεξουαλική συμπεριφορά γίνεται αντικείμενο παρατηρήσεων –οι οποίες καταλήγουν να συνιστούν μια καινούρια γνώση– αλλά και στόχος ενός ελέγχου που χρησιμοποιεί τη γνώση αυτή. Οι θεσμικοί εξουσιαστικοί μηχανισμοί και οι στρατηγικές λόγου διατηρούν, έτσι, μια σχέση εμμένειας που επιτρέπει και ανατροφοδοτεί το ένα το άλλο.[29] Είναι φανερό ότι η σεξουαλικότητα δομείται ως τομέας γνώσης σε μια βάση σχέσεων εξουσίας, μόνο και μόνο, για να αποτελέσει στη συνέχεια στόχο της. Η γνώση και η εξουσία συνδέονται, εντέλει, με μια σχέση εσωτερικότητας.[30]

2.3. Σεξουαλικότητα και κοινωνική χρησιμότητα
Από την άλλη μεριά, η άνοδος  των νέων ωφελιμιστικών θεωριών –κατά αντιστοιχία με τις θεωρίες κοινωνικού συμβολαίου που αναφέραμε προηγουμένως– ευνοεί, κατά κάποιο τρόπο, την ένταξη της σεξουαλικότητας μέσα σε «συστήματα ωφελιμότητας». Καθίσταται, με αυτόν τον τρόπο, διαχειρίσιμη,[31] ενώ γίνεται «χρήσιμη», προσανατολιζόμενη με βάση πολιτικά και οικονομικά κριτήρια.[32]  Αντικείμενο εξέτασης και στόχος δεν είναι, φυσικά, τόσο η ετερόφυλη μονογαμία –αφού αποτελεί ήδη μια «κανονικότητα»– όσο οι διαστροφές της σεξουαλικότητας των οποίων οι φορείς στιγματίζονται και κατηγοριοποιούνται σε «είδος».[33]

2.4. Οι ανθρωπιστικές επιστήμες ως κοινωνικές πρακτικές
Σ΄ αυτό το σημείο, αναλαμβάνει τη ηνία η παιδαγωγική και η θεραπευτική, καθορίζοντας τις βαθμίδες ελέγχου και τους μηχανισμούς επιτήρησης.[34] Η απαίτηση για «κανονικότητα» κάνει να αναδύονται οι ανθρωπιστικές επιστήμες, οι οποίες αναλαμβάνουν να «καταδείξουν» τους τρόπους που αυτό θα γίνει.[35] Εν τω μεταξύ, καθώς η εξουσία διαχέεται μαζί με τη γνώση, καταφέρνει να διεισδύσει και να παγιδεύσει τα αντικείμενά της. Τα άτομα αναπροσδιορίζονται, όχι πια με άξονα τις πράξεις τους, αλλά ολόκληρη την υπόστασή τους, ενσωματώνοντας, εντέλει, τις παρατηρούμενες διαστροφές σ’ ένα πρόσωπο που καθίσταται επιδεχόμενο εξουσίας.[36] Συγκροτούνται, δηλαδή, με βάση ψυχιατρικά, ψυχολογικά και ιατρικά πορίσματα[37] για να αποτελέσουν, τελικά, ένα σταθερό και κατανοήσιμο (γνώση), γι’ αυτό και ελέγξιμο (εξουσία) κομμάτι της κοινωνίας.[38] Γίνονται αντικείμενο γνώσης, τέτοιο που επιτρέπει τη «θεσμοποίηση» του λόγου για το σεξ μέσα από τα πρίσματα της δικαιοσύνης, της παιδαγωγικής, της ιατρικής και της οικονομίας.[39] Με την αρωγή, επομένως, των ανθρωπιστικών επιστημών το σεξ γίνεται κάτι που, όχι μόνο χρίζει επιτήρησης, αλλά, οπωσδήποτε, «κανονικοποίησης».[40] Μέσω αυτών καθορίζονται και μεταδίδονται τα εκάστοτε κανονιστικά πρότυπα του «φυσιολογικού». Τουτέστιν, οι ανθρωπιστικές επιστήμες μετατρέπονται σε κοινωνικές πρακτικές,[41] που αναλαμβάνουν να αναδείξουν τη σεξουαλικότητα ως μια υπόθεση «κρατική».[42]

Η σεξουαλικότητα «ιατροποιείται», «προβληματοποιείται», γίνεται αντικείμενο μελέτης[43] και διαμορφώνεται ως ένας τύπος γνώσης με όρους εξουσίας.[44] Τα άτομα ενδύονται τη σεξουαλικότητά τους,[45] δημιουργώντας πυρήνες «σεξουαλικού κορεσμού»,[46] «προσφέροντας» το απαραίτητο πεδίο ελέγχου, την κατάλληλη «επιφάνεια παρέμβασης», στην εξουσία. Οι αποκλίνουσες σεξουαλικότητες καταλήγουν να πολλαπλασιάζονται από την ιατρική, την ψυχιατρική και την εγκληματολογία[47] και να  ταξινομούνται, όπως είπαμε, σε είδη και υποείδη,[48] ενδυναμώνοντας, το δίχως άλλο, τον έλεγχο και την αποτελεσματικότητα των εξουσιαστικών πρακτικών.[49]

Ο Φουκώ εντοπίζει τέσσερα πεδία όπου λαμβάνει χώρα αυτό το παιχνίδι της εξουσίας και της γνώσης.[50] Η «ιατρικοποίηση της γυναικείας σεξουαλικότητας»,[51] η αποτίμηση, δηλαδή, του γυναικείου σώματος ως φύσει παθογόνο,[52] η «προβληματικοποίηση» της παιδικής σεξουαλικότητας,[53] μαζί με την επακόλουθη «παιδαγωγικοποίησή» της, η πολιτική, οικονομική και ιατρική κοινωνικοποίηση των συμπεριφορών τεκνοποίησης, που θέτει στο καθημερινό λεξιλόγιο τον όρο της «κληρονομικότητας» εγείροντας, ενίοτε, επικίνδυνες συνδηλώσεις, και τέλος, η «ψυχιατρικοποίηση» των διαστροφών, διαδικασία που επιτρέπει την κλινική τους μελέτη, προκειμένου, όπως άλλωστε επιτάσσεται, για την «κανονικοποίησή» τους[54].

2.5. Βιο-εξουσία
Η σεξουαλικότητα, πλέον, αποτελεί εργαλείο πολιτικού ελέγχου, οικονομικής ρύθμισης, αλλά και «προστασίας» των εκάστοτε κοινωνιών. Γίνεται ζήτημα ταξικό, αφού οι τεχνολογίες υγείας δεν αποσκοπούν παρά στην μεγιστοποίηση της ζωής των κυρίαρχων τάξεων.[55] Από το σημείο αυτό δείχνει να αφορμάται ένας ολοένα αυξανόμενος ρατσισμός που αφορά την κληρονομικότητα και φυσικά επεκτείνεται σε ευρύτερους πολιτικούς και εθνολογικούς άξονες.[56] Η «βιο-εξουσία», το δικαίωμα, δηλαδή, στις ζωές των ανθρώπων, θα καταλήξει να εννοήσει το θάνατο του άλλου ως «βιολογική ενδυνάμωση του εαυτού»,[57] δημιουργώντας, με μια επίφαση αλήθειας, τερατώδη ιδεολογικά πλέγματα που θα επιδιώξουν να τα πραγματώσουν πλήρως «κανονικοποιημένα» άτομα.

2.6. Το αόρατο πρόσωπο της εξουσίας
Η εξουσία, για τον Φουκώ, δεν έχει υποκείμενο[58], δεν έγκειται σ’ ένα σύνολο θεσμών που επιδιώκει να καθυποτάξει τους πολίτες μιας κοινωνίας, δεν έχει συγκεκριμένο πρόσωπο ή φορέα. Ο νόμος των παλαιότερων εξουσιαστικών μοντέλων έχει αντικατασταθεί από τη στόχευση, η απαγόρευση από την αποτελεσματικότητα, η ανώτατη αρχή από τις σχέσεις δύναμης, ο κανόνας δικαίου από τη πειθαρχική μεθόδευση.[59] Η εξουσία νοείται ως ένα πλέγμα στρατηγικών, ένα σύμπλεγμα σχέσεων δύναμης στο οποίο σαφώς εμπεριέχεται και το οποίο συγκροτεί τους μηχανισμούς της.[60] Η αυτοματοποίηση, μάλιστα, των μηχανισμών επιτήρησης και ελέγχου, πέραν του γεγονότος ότι εγγυάται την υποταγή των σωμάτων,[61] καταδεικνύει την απουσία μιας ενιαίας βούλησης που υποκινεί τα εξουσιαστικά νήματα. Η σχέση επιτήρησης εσωτερικεύεται στο επιτηρούμενο υποκείμενο. Δεν υπάρχει κανείς που του την υποβάλλει, πέρα από μια «αντικειμενική» πραγματικότητα η οποία τον υπερβαίνει. Η εξουσία διαχέεται σε όλο το φάσμα του κοινωνικού ιστού. Δεν υπόκειται στην κατοχή κανενός, ενώ ασκείται από παντού. Οι πειθαρχικοί μηχανισμοί, όπως μας λέει ο Φουκώ, είναι στη βάση τους δημοκρατικοί.[62]

2.7. Εξουσία και αντίσταση, δύο πόλοι του ίδιου πράγματος
Η εξουσία, λοιπόν, διαχέεται μαζί με τη γνώση, αποτελώντας έναν ιστό από στρατηγικές που, εντέλει, δομούν το ίδιο το υποκείμενο το οποίο επιχειρούν να ελέγξουν,  την ίδια τη σεξουαλικότητα που επιδιώκουν να καθυποτάξουν. Σ΄ αυτήν ακριβώς, όμως, τη διάχυση είναι που εδράζονται «εστίες αστάθειας», οι οποίες επιτρέπουν τη δυνατότητα αντίστασης εκ μέρους του ατόμου. Ο Φουκώ ορίζει εδώ μια θετική όψη της εξουσίας.[63] Τα σημεία αντίστασης αναλαμβάνουν το ρόλο του «αντιπάλου» και συνάμα του «στηρίγματος». Αποτελούν στοιχεία συγκροτούμενα από την ίδια την εξουσία. Δεν είναι, δηλαδή, παρά ένα εσωτερικό της κομμάτι, κάτι που σημαίνει ότι μια «επανάσταση» είναι δυνατή, αφής στιγμής «κωδικεύονται» στρατηγικά αυτά τα σημεία αντίστασης.[64] Εκεί, δηλαδή, που ο λόγος παράγει εξουσία –αφού τη φέρει ως εγγενές συστατικό του– εκεί την υπονομεύει και την καθιστά διάτρητη.

Έτσι, η ίδια η διαδικασία «κανονικοποίησης» του ατόμου καταλήγει να δημιουργεί τις συνθήκες αμφισβήτησής της.[65] Οι ομαδοποιήσεις που προκύπτουν χρησιμοποιούν, τελικά, τα ίδια υλικά της περιθωριοποίησης των εκάστοτε μη κανονικοποιημένων υποκειμένων, προκειμένου να συγκροτήσουν πυρήνες που επενδύονται με αναθεωρημένο γνωσιακό υπόβαθρο, επιτρέποντας την ανάδυση θεωριών της διαφορετικότητας, φτάνοντας να αξιώνουν το δικό τους μερίδιο στην άσκηση εξουσίας.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Μισέλ Φουκώ μας δίνει έναν τρόπο θέασης της σύγχρονης πραγματικότητας που αποκωδικοποιεί τα δίκτυα επιστημονικής εξουσίας, καταδεικνύει τους τρόπους που τα κανονιστικά πρότυπα μάς επιβάλλονται ήδη από τη στιγμή της γέννησής μας, αλλά και τα περιθώρια μέσα στα οποία είναι δυνατόν να δημιουργήσουμε και να ενισχύσουμε πυρήνες αντίστασης, θωρακίζοντας τον εαυτό μας και χτίζοντας ένα δρόμο ζωής προσωπικό, αποκαθαρμένο από οποιοδήποτε επιβαλλόμενο στοιχείο. Δεν χωράει αμφιβολία ότι στις σημερινές κρίσιμες καταστάσεις που βιώνουμε προσφέρει έναν τρόπο ερμηνείας των όσων ζούμε κι ίσως ακόμα κι ένα δρόμο διερεύνησης για την υπέρβασή τους. Ολοκληρώνοντας, είναι μοιραίο η σκέψη μας να οδηγηθεί στα λόγια της ποιήτριας, Κατερίνας Γώγου, όταν έγραφε: «Στο μυαλό είναι ο στόχος. Το νου σου, ε;»    


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.      Γκρο Φρεντερικ, Μισέλ Φουκώ, μτφρ. Α. Κλαμπατσέα, εκδ. Νήσος, Αθήνα 2007
2.      Καλοκύρης Γ., «Michel Foucaoult: Υποκείμενο, γνώση, εξουσία» στο Φιλοσοφία στην Ευρώπη, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008
3.      Φουκώ Μισέλ, Επιτήρηση και Τιμωρία, μτφρ. Τ. Μπέτζελος, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2011α
4.      Φουκώ Μισέλ, Η ιστορία της σεξουαλικότητας, Ι. Η Βούληση για Γνώση, μτφρ. Τ. Μπέτζελος, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2011β




[1] Φουκώ Μισέλ, Επιτήρηση και Τιμωρία, μτφρ. Τ. Μπέτζελος, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2011α
[2] Καλοκύρης Γ., «Michel Foucaoult: Υποκείμενο, γνώση, εξουσία» στο Φιλοσοφία στην Ευρώπη, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ. 216
[3] Γκρο Φρεντερικ, Μισέλ Φουκώ, μτφρ. Α. Κλαμπατσέα, εκδ. Νήσος, Αθήνα 2007, σ. 97
[4] Φουκώ, 2011α, σ. 15-17
[5] Ο.π., σ. 19, 22
[6] Ο.π., σ. 25, 26
[7] Γκρο, σ. 81
[8] Ο.π., σ. 83
[9] Φουκώ, 2011α,  σ. 26-27
[10] Γκρο, σ. 84
[11] Φουκώ, 2011α, σ. 19
[12] Ο.π., σ. 28, Γκρο, σ. 87
[13] Φουκώ 2011α, σ. 29
[14] Γκρο, σ. 80
[15] Φουκώ, 2011α,, σ. 30-33
[16] Ο.π., σ. 37
[17] Ο.π., σ. 26, 27, 33, 35, 38
[18] Ο.π., σ. 35
[19] Γκρο, σ. 87
[20] Φουκώ, 2011α, σ. 39
[21] Φουκώ Μισέλ, Η ιστορία της σεξουαλικότητας, Ι. Η Βούληση για Γνώση, μτφρ. Τ. Μπέτζελος, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2011β
[22] Καλοκύρης, σ. 221
[23] Φουκώ, Αθήνα 2011β, σ.121
[24] Ο.π., σ. 27, 28
[25] Ο.π., σ. 28
[26] Ο.π., σ. 31
[27] Ο.π., σ. 48
[28] Ο.π., σ. 31, 34
[29] Ο.π., σ. 35-38
[30] Ο.π., σ. 115, 116
[31] Ο.π., σ. 36
[32] Ο.π., σ. 45
[33] Ο.π.,σ. 51, 53, 57
[34] Ο.π., σ. 54
[35] Ο.π., σ. 136, 152
[36] Ο.π., σ. 56
[37] Ο.π., σ. 57, 131
[38] Ο.π., σ. 58
[39] Ο.π., σ. 44, 45
[40] Ο.π., σ. 136
[41] Γκρο, σ. 88, 89
[42] Φουκώ, 2011β, 136, 137
[43] Ο.π., σ. 58, 62
[44] Ο.π., σ. 109
[45] Ο.π., σ. 63
[46] Ο.π., σ. 60
[47] Ο.π., σ. 63, 64
[48] Ο.π., σ. 119
[49] Ο.π., σ. 63
[50] Ο.π., σ. 121
[51] Ο.π., σ. 140
[52] Ο.π., σ. 121
[53] Ο.π., σ. 140
[54] Ο.π., σ. 122, 123, 140
[55] Ο.π., σ. 142, 143
[56] Ο.π., σ. 142, 146, 148
[57] Γκρο, σ. 114
[58] Φουκώ, 2011β, σ. 112
[59] Ο.π., σ. 120
[60] Ο.π., σ. 109, 112
[61] Αναφερόμαστε στο «πανοπτικόν» του Μπένθαμ, έτσι όπως περιγράφεται και ερμηνεύεται από τον Φουκώ. (Γκρο, σ. 90
[62] Ο.π., σ. 92, 95
[63] Φουκώ, 2011α, σ. 37, Φουκώ, 2011β, σ. 112
[64] Φουκώ, 2011β, σ. 113, 114
[65] Ο.π., σ. 119

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου