Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

ΕΡΓΑΣΙΑ - ΕΠΟ 12


ΕΠΟ 12 – 2014
3η ΕΡΓΑΣΙΑ Γ. Β.

ΘΕΜΑ: Η κρίση του φορντικού καθεστώτος συσσώρευσης δημιουργεί νέες χωρο-οικονομικές ανισότητες στην Ευρώπη. Αναφερθείτε στους τρόπους που διαμορφώθηκαν φορντικά βιομηχανικά τοπία σε πόλεις και περιφέρειες της μεταπολεμικής Ευρώπης. Στη συνέχεια αναλύστε τους μετασχηματισμούς των τοπίων αυτών από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, συσχετίζοντάς τους με την αποβιομηχάνιση και τη μετάβαση στην ευέλικτη συσσώρευση. Μέσα από σχετικά παραδείγματα φορντικών τοπίων σε πόλεις της Ευρώπης, αναγνωρίστε το χώρο ως αποτέλεσμα, αλλά και ως ενεργητικό διάμεσο των κοινωνικο-οικονομικών μετασχηματισμών.

ΒΑΘΜΟΣ: 9,5


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΚΕΦ.1ο ΦΟΡΝΤΙΣΜΟΣ
1.1.  Homo economicus και κεϋνσιανισμός
1.2.  Χωροθέτηση και άνιση ανάπτυξη
1.3.  Κρίση του Φορντισμού
ΚΕΦ.2ο ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ
2.1. Ευελιξία και μεταμοντερνισμός
2.2. Νέα χωροταξική διάρθρωση
2.3. Η σκυταλοδρομία της άνισης ανάπτυξης
ΚΕΦ. 3ο ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τα καπιταλιστικά οικονομικά καθεστώτα συσσώρευσης, με τις εγγενείς αντιφάσεις τους και τις ανισότητες που προκαλούνται κατά την αναπτυξιακή τους διαδικασία, φαίνεται πως επιδρούν καταλυτικά στην τάξη του χώρου. Στην εργασία μας, αφού μελετήσουμε το φορντικό οικονομικό μοντέλο και το βιομηχανικό τοπίο που το συνοδεύει, θα περιγράψουμε τη μετάβαση στην ευέλικτη συσσώρευση και τον τρόπο που οι νέοι κοινωνικο-οικονομικοί μετασχηματισμοί διαμορφώνουν και διαφοροποιούν το γεωγραφικό χώρο. Τέλος, θα αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο διαπλέκεται το τοπικό με το παγκόσμιο, διαμορφώνοντας, εντέλει, τα νέα μετανεωτερικά τοπία.

ΚΕΦ.1ο ΦΟΡΝΤΙΣΜΟΣ
1.1. Homo economicus και κεϋνσιανισμός

Το φορντικό μοντέλο συσσώρευσης, το οποίο ήρθε στην Ευρώπη, κατά τη μεταπολεμική περίοδο, μαζί με την αμερικανική βοήθεια, αποτέλεσε την κορύφωση της νεωτερικής λογικής του homo economicus, που είχε ως άξονα οικονομικά κριτήρια μεγιστοποίησης του ατομικού οφέλους. Με στόχο τη μαζική παραγωγή, εισήχθησαν καινοτομίες που μεγιστοποιούσαν το κέρδος ελαχιστοποιώντας το κόστος, όπως ήταν η διάσπαση και ο καταμερισμός της εργασίας –στη βάση του τεϋλορικού διαχωρισμού της διαχειριστικής από τη χειρωνακτική εργασία– στη «γραμμή συναρμολόγησης», η καθετοποίηση της παραγωγής, καθώς και η χωρική συγκέντρωση του συνόλου της σε έναν τόπο.  Αποτέλεσμα ήταν, αφενός, η ανέγερση μεγάλης κλίμακας εγκαταστάσεων που απαιτούσαν πολυπληθές εργατικό δυναμικό, κι αφετέρου, η μετατροπή του εργάτη σε εξάρτημα, που αμοίβεται για να πειθαρχεί, και ταυτόχρονα, καταναλωτικό αποδέκτη της αυτοματοποιημένης παραγωγικής μηχανής, που αμοίβεται για να αγοράζει. (Λεοντίδου, 2011, Κουρλιούρος, 2011, Harvey, 2007, Τσάμπρα, 2008)

Το φορντικό όραμα του εργάτη-καταναλωτή βρήκε συνάφειες και στηρίχθηκε από την κεϋνσιανή πολιτική «αναδιανομής του εισοδήματος», που ρύθμιζε την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος κεφαλαιακής συσσώρευσης, εγγυούμενη την οικονομική δυνατότητα του εργάτη να καταναλώνει, αναπαράγοντας, έτσι, αέναα, το ίδιο το καθεστώς συσσώρευσης,[1] καθώς και τους όρους της κοινωνικής αναπαραγωγής. –Εξού και το κράτος πρόνοιας και οι κοινωνικές παροχές που, μάλιστα, αποτέλεσαν και το φαντασιακό του εκάστοτε εργατικού κινήματος.– Η επιθυμητή εξισορρόπηση έγινε εφικτή μέσα από ρυθμίσεις είτε τυπικές, όπως ήταν η κοινωνική παρεμβατική πολιτική με άξονα το «κοινό συμφέρον», είτε άτυπες που αφορούσαν στη διαμόρφωση παραγωγικής κουλτούρας, ιδεολογίας και αξιών που εξυπηρετούσαν το φορντικό σύστημα (Κουρλιούρος, 2011, Τσάμπρα, 2008). Το συνδικαλισμένο εργατικό κίνημα, λοιπόν, το εταιρικό κεφάλαιο και το έθνος-κράτος, αποτέλεσαν τους πυλώνες, η ισορροπία των οποίων εξασφάλιζε την ομαλή λειτουργία του φορντικού συστήματος και την ποθητή οικονομική ανάπτυξη που, εντέλει, καθόριζε το συνολικό βιοτικό επίπεδο της εκάστοτε κοινωνίας (Harvey, 2007)
  
1.2 Χωροθέτηση της φορντικής παραγωγής και άνιση ανάπτυξη

Οι φορντικές εργοστασικές μονάδες ήταν δραστηριοποιημένες, κυρίως, στους κλάδους της βαριάς βιομηχανίας. Αναπτύχθηκαν δε εκεί που είχε ήδη συντελεστεί η πρώτη βιομηχανική επανάσταση, και όπου, επομένως, υπήρχαν οι απαιτούμενες υποδομές (δρόμοι μεταφοράς, πλούσιο υπέδαφος κλπ.), διαθέσιμο εργατικό δυναμικό και, φυσικά, έτοιμη αγορά. Έτσι, σε αντίθεση με τη Νοτιανατολική Ευρώπη –όπου οι ιστορικές και υλικές συνθήκες (έλλειψη υποδομών, αρχαϊκά πρότυπα αγροτικής οικονομίας, έλλειψη πλουτοπαραγωγικών πηγών και οικονομικοπολιτική παρακμή), δεν επέτρεπαν αντίστοιχη πρόοδο– στην Βορειδυτική Ευρώπη αναδύθηκαν πολλά νέα αστικά βιομηχανικά κέντρα, οργανωμένα σε «ζώνες χρήσης γης», με χωροθέτηση, δηλαδή, άμεσα συναρτώμενη των, κατά περίπτωση, οικονομικών δραστηριοτήτων (Λεοντίδου 2011, Τσάμπρα, 2008, Κουρλιούρος, 2011).

Η επέκταση και διεθνοποίηση του φορντικού μοντέλου συσσώρευσης προκάλεσε μια παγκόσμιας κλίμακας γεωγραφική μετατόπιση των μητροπολιτικών οικονομικών κέντρων. Η μοιραία δε προσαρμογή στις κοινωνικο-πολιτικές ιδιομορφίες κάθε χώρας, που απαιτούσαν μια ιδιαίτερη πολιτική διαχείρισης, η οποία απέκλεινε από το διεθνές πολιτικοοικονομικό φορντικό πλαίσιο, ενίσχυσε την ήδη υπάρχουσα άνιση ανάπτυξη μεταξύ Νότου και Βορρά.[2]  Ο κόσμος χωρίστηκε, έτσι, σε ζώνες ανάπτυξης και υπανάπτυξης με τη Βόρεια Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική να κατέχουν τα πρωτεία, την Ασία και την Αφρική ν΄ αποτελούν τον Τρίτο Κόσμο και χώρες όπως η Νότια Ευρώπη, η Μεσόγειος και η Λατινική Αμερική να αναγνωρίζονται ως ενδιάμεσες ζώνες «περιφερειακού φορντισμού». (Τσάμπρα, 2008, Harvey, 2007, Λεοντίδου, 2011)

Στην Ευρώπη το χάσμα Βορρά-Νότου ήταν τέτοιο, ώστε μεγάλες ανισότητες δημιουργήθηκαν ακόμα και μέσα στα πλαίσια της ίδιας χώρας. Αυτό, για παράδειγμα, συνέβη στην Ιταλία, που χωρίστηκε σε δύο αναπτυξιακούς πόλους, με το Βορρά (Μιλάνο, Γένοβα, Τορίνο) να αναπτύσσει στον υπερθετικό τη βαριά βιομηχανία του και το Νότο να παραμένει, σχεδόν αποκλειστικά, αγροτικός (Κουρλιούρος, 2011). Μόνο προς το τέλος της φορντικής περιόδου παρατηρήθηκε ένα ενδιαφέρον για την εκβιομηχάνιση της Νότιας Ευρώπης, με τη βοήθεια, βεβαίως, της αμερικανικής χείρας, στα πλαίσια μιας προσπάθειας, αφενός, εξομάλυνσης των ενδοευρωπαϊκών αντιθέσεων κι αφετέρου, ανασυγκρότησης των κατεστραμμένων, από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οικονομιών, κάτι που, ίσως, εξηγεί και το λεγόμενο «ελληνικό οικονομικό θαύμα» της περιόδου 1950-1974.[3]

1.3. Κρίση του φορντισμού

Το 1970 το φορντικό πρότυπο παραγωγής έφτασε στα όρια των δυνατοτήτων του. Αναδύθηκαν νέες εξειδικευμένες αγορές, τις οποίες ήταν αδύνατο να ακολουθήσει το άκαμπτο φορντικό εργοστασιακό σύστημα παραγωγής ομοιόμορφων και τυποποιημένων προϊόντων. Παράλληλα, η αύξηση του κόστους της ενέργειας (πετρελαϊκή κρίση) που σημειώθηκε την εποχή εκείνη, λόγω της σχετικής στρατηγικής των χωρών του ΟΠΕΚ, ανέβασε στα ύψη τα κόστη παραγωγής. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τις ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις των συνδικαλιστικών εργατικών φορέων, που έκαναν αδύνατη την ομαλή αναπαραγωγή του συστήματος, επέφεραν σειρά αλλαγών, όπως αποκέντρωση του κεφαλαίου, μείωση της παραγωγικότητας του κέντρου, μεταβολή της κατεύθυνσης της ζήτησης από τα μαζικά και τυποποιημένα στα εξατομικευμένα και χειροποίητα ή εργοστασιακά, προϊόντα, που προκάλεσαν τριγμούς στο οικοδόμημα της φορντικής συσσώρευσης, συμπεριλαμβανομένου του πολιτικο-οικονομικού της πλαισίου. Με τη συμβολή και της τεχνολογικής έκρηξης, ειδικά στο χώρο της Πληροφορικής, ο φορντισμός οδηγήθηκε σε παρακμή, καθιστώντας επείγουσα την εκ βάρθρων αναδιάρθρωσή του. (Κουρλιούρος, 2011, Harvey, 2007, Τσάμπρα, 2008, Λεοντίδου, 2011).

ΚΕΦ. 2ο ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ
2.1. Ευελιξία και μεταμοντερνισμός

Το πλεονέκτημα στον παγκόσμιο οικονομικό στίβο θα πάρει, τώρα, το σύστημα ευέλικτης συσσώρευσης, έτσι όπως αυτό έχει διαμορφωθεί στην Ιαπωνία.[4] Η φορντική λογική τού «just in case», που αποθήκευε τα προϊόντα για «όταν ζητηθούν», δίνει τώρα τη θέση της στη λογική τού «just in time», που προϋποθέτει ευελιξία στις παραγωγικές διαδικασίες, στις διακυμάνσεις της ζήτησης, στο είδος (δυναμική ή επιθετική ευελιξία) και στις ποσότητες των παραγόμενων προϊόντων (στατική ή αμυντική ευελιξία) (Λεοντίδου, 2011, Τσάμπρα, 2008, Κουρλιούρος, 2011). Τα διάφορα στάδια της παραγωγής δεν είναι, πλέον, απαραίτητο να συνυπάρχουν σε μία ενιαία μονάδα, όπως συνέβαινε στο φορντικό μοντέλο. Υιοθετούνται ευέλικτες μορφές απασχόλησης, ενώ επανεμφανίζονται και προβιομηχανικά είδη εργασίας, όπως η αυτοαπασχόληση, η μικρή βιοτεχνία, η εποχική ή προσωρινή εργασία, το φασόν κ.α.[5] και, κατά συνέπεια, μια διαφορετική χωρική διαίρεση της εργασίας, όπου προστίθενται εξω-επιχειρησιακές συνεργασίες (υπεργολαβίες), καθώς κι ένα νέο επίπεδο τεχνικής εξειδίκευσης που αφορά την παραγωγή «προϊόντων έντασης design»[6]. Παράλληλα, αναδύεται ένας τεταρτογενής τομέας οικονομικής δραστηριότητας που, με την αρωγή της νέας υψηλής τεχνολογίας και της πληροφορικής, ασχολείται με την έρευνα, τις αναπτυξιακές στρατηγικές και το συντονισμό του κόσμου των επιχειρήσεων, καθιστώντας εφικτό έναν αποτελεσματικότερο κεντρικό έλεγχο με πολιτικές συνιστώσες. (Κουρλιούρος, 2011, Λεοντίδου, 2011, Τσάμπρα, 2008, Harvey, 2007)

Η εστίαση του επιχειρηματικού ενδιαφέροντος, τόσο στις νέες υλικές υποδομές (δίκτυα τηλεματικής, databanks), όσο και στις άυλες (διακίνηση πληροφοριών, υψηλές υπηρεσίες), που καταργεί τους περιορισμούς του χώρου και του χρόνου, ανοίγοντας έναν καινούριο δρόμο στην ιστορία του καπιταλισμού (Τσάμπρα, 2008, Κουρλιούρος, 2011, Harvey, 2007), θα βρει συγγένειες και θα υποστηριχθεί –κατ΄ αντιστοιχία με τις συνάφειες του φορντισμού με τον κεϋνσιανισμό– από νεοφιλελεύθερες, ως επί το πλείστον, πολιτικές αντιλήψεις. Αυτό σημαίνει, ότι  απαιτείται μια σειρά ρυθμίσεων, όπως ο περιορισμός του κεϋνσιανού κρατικού παρεμβατισμού, η απορρύθμιση του κράτους πρόνοιας, η περιστολή των εργατικών απαιτήσεων, η θεσμική/πολιτική ενίσχυση της ελεύθερης αγοράς και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας κ.α., που θα οδηγήσουν στη (θεμιτή) έξαρση του διεθνούς ανταγωνισμού στην αρένα των αγορών[7] (Λεοντίδου, 2011, Κουρλιούρος, 2011, Harvey, 2007). Η μεταμοντέρνα, άλλωστε, εστίαση στον «αισθησιακό καταναλωτισμό», στην ατομική οικονομική ανέλιξη και στην «ευκολία» (Kουρλιούρος, 2011), καταφέρνει έναν ιδεολογικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, με συνέπεια την απόρριψη της κοπιαστικής εργασίας και της νεωτερικής τεϋλορικής πειθαρχίας από την πλειονότητα του εργατικού κόσμου (Λεοντίδου, 2011), που ονειρεύεται να γίνει «επιχειρηματίας», ενώ, παράλληλα, παρατηρείται μια, ανησυχητική, δεξιά πολιτική στροφή.

2.2. Νέα χωροταξική διάρθρωση

Στο κέντρο του οικονομικού ενδιαφέροντος βρίσκεται, τώρα, η ίδια η γνώση και η ανάπτυξη της «επιχειρηματικής καινοτομίας», που, με τη σειρά της, δημιουργεί μια νέα χωροταξική διάρθρωση (Τσάμπρα, 2008, Harvey, 2007). Η φτηνή και γρήγορη επικοινωνία δεν αλλάζει μόνο το ρυθμό της σύγχρονης ζωής, αλλά απελευθερώνει τις επιχειρήσεις από την πρόσδεσή τους στους «παραδοσιακούς παράγοντες χωροθέτησης», όπως είναι η αγορά, οι πρώτες ύλες κλπ (Λεοντίδου, 2011), μεταφέροντας την έννοια της «καθετοποίησης» από τις εργοστασιακές μονάδες, που, πλέον, ακολουθούν οριζόντια ανάπτυξη, στον τομέα της εργασίας, δημιουργώντας μια νέα ιεραρχία, που αντανακλάται στο χώρο με την αποκέντρωση της παραγωγής και την αποβιομηχάνιση των αστικών κέντρων. Η απαίτηση, δηλαδή, μη ειδικευμένης εργασίας προωθεί την ίδρυση βιομηχανιών σε χώρες με φτηνό εργατικό δυναμικό, ενώ αντίθετα οι παραγωγικές φάσεις, όπου είναι αναγκαία η υψηλή εξειδίκευση, χωροθετούνται είτε σε «αναβαθμισμένους θύλακες» εντός των μητροπολιτικών κέντρων, είτε σε περιοχές της περιφέρειας όπως, πανεπιστημιουπόλεις, επιστημονικά/τεχνολογικά πάρκα κλπ (Κουρλιούρος, 2011, Τσάμπρα, 2008). Κριτήριο, δηλαδή, της επιλογής της εγκατάστασης των ευέλικτων επιχειρήσεων δεν είναι μόνο η ζήτηση, αλλά και το είδος του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού, καθώς, επίσης, και τα μοναδικά χαρακτηριστικά του εκάστοτε τόπου[8] που, εντέλει, θα ευνοήσουν έναν ιδιαίτερο αναπτυξιακό δρόμο (Λεοντίδου, 2011).

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ευέλικτης συσσώρευσης είναι εκείνο της «Τρίτης Ιταλίας»[9] που, με τη συνδρομή  της νέας τεχνολογίας και των υψηλών υπηρεσιών, ανέπτυξε οριζόντια επιχειρηματική δράση, δίνοντας έμφαση στον εξατομικευμένο σχεδιασμό των προϊόντων της, αξιοποιώντας, έτσι, στο έπακρο τις τοπικές της ιδιαιτερότητες (κουλτούρα, κοινωνική δομή, παράδοση). Ένα πλέγμα μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων συνεργάζονται, συναλλάσσονται και αλληλεπιδρούν. Αυτός ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας αποκλείει τις ταξικές πολώσεις, ενώ η ανάπτυξη υποστηρίζεται –αντίθετα από το νεοφιλελεύθερο πνεύμα που, όπως είπαμε, αποτελεί το κατεξοχήν πλαίσιο της ευέλικτης συσσώρευσης– από αριστερίζουσες πολιτικές[10], που καταλήγουν να ενισχύουν την τοπική επιχειρηματικότητα και ευελιξία. (Κουρλιούρος, 2011, Λεοντίδου, 2011)

[στο σημείο αυτό ο καθηγητής-διορθωτής σημειώνει ότι «θα έπρεπε να συζητηθεί και η ανάπτυξη του νέου τριτογενή τομέα – του άλλου οικονομικού πυλώνα της ευέλικτης συσσώρευσης – στα μεγάλα μεταφορντικά μητροπολιτικά κέντρα»]

2.3 Η σκυταλοδρομία της άνισης ανάπτυξης

Η εξέλιξη, λοιπόν, και η εφαρμογή της υψηλής τεχνολογίας δεν μεταμορφώνει μόνο τον κόσμο των επικοινωνιών, αλλά μετασχηματίζει, παράλληλα, τις παραγωγικές δομές που, με τη σειρά τους, μεταβάλλουν το γεωγραφικό χώρο (Λεοντίδου, 2011). Η ανάπτυξη που, πλέον, γίνεται συνώνυμο της καινοτομίας, η παγκόσμια οικονομία αναδιατάσσεται, δημιουργώντας νέες ζώνες ανισότητας, τόσο στον εργασιακό τομέα[11], όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο, διευρύνοντας τα ήδη υπάρχοντα χάσματα (Τσάμπρα, 2008). Έτσι, ο Βορράς της Ευρώπης και της Αμερικής, που επί φορντισμού κατείχαν την πρωτοκαθεδρία της βιομηχανικής ανάπτυξης, στεγάζουν, τώρα, τον τεχνολογικά προηγμένο τεταρτογενή τομέα. Την ίδια στιγμή, μέρος του πρώην τρίτου κόσμου (Νότια Κορέα, Σιγκαπούρη, Ταϊβάν κ.α.) εκβιομηχανίζεται[12], αποτελώντας την ημιπεριφέρεια του νέου οικονομικού συστήματος, ενώ οι χώρες που παραμένουν αποκλειστικά ως εξαγωγείς πρώτων υλών εξακολουθούν να θεωρούνται ως υπανάπτυκτες (Λεοντίδου, 2011, Τσάμπρα, 2008).

Στην Ευρώπη, όπως μπορούμε να δούμε στον πίνακα 5.1* (Τσάμπρα, 2011: 238), δημιουργούνται μεγάλες αντιθέσεις μεταξύ Βορρά και Νότου, ανάλογα με τις καινοτομικές επιδόσεις των εκάστοτε χωρών. Στην πρώτη γραμμή βρίσκουμε τη Φινλανδία, τη Σουηδία και χώρες της κεντρικής Ευρώπης, όπως την Ελβετία και τη Γερμανία, που αναπτύσσουν έναν καινοτομικό κλάδο υψηλής τεχνολογίας στον τομέα των υπηρεσιών και της έρευνας, ενώ στην ιεραρχική σειρά βρίσκουμε τελευταίες την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιταλία και την Ιρλανδία, που παρουσιάζουν, αντίστοιχα, τη μικρότερη καινοτόμα επιχειρηματική κινητικότητα. Το ζήτημα που προβληματίζει εδώ είναι ότι η ύπαρξη τέτοιων έντονων ενδοευρωπαϊκών αντιθέσεων συνεπάγεται ανισότητα στη συμμετοχή των χωρών-μελών στη λήψη αποφάσεων που αφορούν την ευρωπαϊκή αναπτυξιακή πορεία (Τσάμπρα, 2008), κάτι που, μοιραία, υποδαυλίζει την έννοια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάζοντας σε κίνδυνο το ίδιο το όραμα της συνοχής και της ειρήνης που τη δημιούργησε.

ΚΕΦ.3ο ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ

Παρά ταύτα, το φορντικό μοντέλο παραγωγής δεν καταρρέει, αλλά συνυπάρχει με το νέο καθεστώς ευέλικτης συσσώρευσης, διαμορφώνοντας μικτά «χωρο-οικονομικά τοπία» (Κουρλιούρος, 2011, Τσάμπρα, 2008, Λεοντίδου, 2011), που, εντέλει, θα αποτελέσουν το νέο μεταμοντέρνο οικιστικό σκηνικό. Η νέα πολιτικο-οικονομική γεωγραφική προσέγγιση επιδιώκει να αναλύσει και να ερμηνεύσει, ακριβώς, τον τρόπο που οι τόποι διαφοροποιούνται, καθώς επηρεάζουν και επηρεάζονται από τις εκάστοτε οικονομικές διαρθρωτικές μεταβολές. Έτσι, το τοπικό εμφανίζεται ως αποτέλεσμα χωρικών εναποθέσεων φορντικών ή/και εύελικτων «επενδυτικών κύκλων»  μέσα στο χρόνο, αλλά και ως «ενεργητικό διάμεσό» τους. Η τοπική, δηλαδή, ιδιομορφία (παράδοση, ιστορική μνήμη, τύπος διαθέσιμου εργατικού δυναμικού, συνδικαλιστική δραστηριότητα, άτυπη εργασία, περιοριστικά θεσμικά πλαίσια κλπ), διαπλεκόμενη με τους διεθνείς οικονομικούς παράγοντες (ευέλικτο ή φορντικό σύστημα συσσώρευσης με τα αντίστοιχα κοινωνικοπολιτικά τους περιβάλλοντα), διαμορφώνει, εντέλει, μια ολότελα ξεχωριστή εντόπια αναπτυξιακή πορεία (Λεοντίδου, 2011). 

Στην περίπτωση της ευέλικτης συσσώρευσης, για παράδειγμα, όπου η έννοια του εθνικού «εδαφικού πλαισίου» ατροφεί, γίνεται εξίσου σημαντική, τόσο η δυνατότητα της «χωροθετικής ελευθερίας» στην τοποθέτηση των επενδύσεων, όσο οι ποιότητες και οι ιδιομορφίες ενός τόπου (Κουρλιούρος, 2011). Το είδαμε αυτό, άλλωστε, στην περίπτωση της «Τρίτης Ιταλίας». Κάπως έτσι μπαίνουν στο «παιχνίδι» έννοιες, όπως ετερότητα, πολυπολιτισμικότητα και παγκοσμιοποίηση (Λεοντίδου, 2011, Τσάμπρα, 2008). Στο φορντικό μοντέλο, αντίστοιχα, η αυξανόμενη αστικοποίηση των βιομηχανικών πόλεων, όπως λέει και ο Κουρλιούρος (2011: 146), «ευνόησε την παραπέρα ανάπτυξη του φορντισμού κατά μια έννοια αντίστροφης αιτιότητας». Οι βιομηχανικές, δηλαδή, πόλεις καθώς αναπτύσσονται προσελκύοντας, συνεχώς, νέο εργατικό δυναμικό, αποτελούν οι ίδιες κίνητρο για περαιτέρω παραγωγικές επενδύσεις, αφού μαζί αυξάνεται και η εντόπια καταναλωτική τους δύναμη. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι τόπος, κοινωνία και οικονομία βρίσκονται σε μια αέναη διαλεκτική σχέση.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στο πέρασμα από τη νεωτερικότητα στο μεταμοντερνισμό, στην ήδη κατακερματισμένη θεώρηση των πραγμάτων, προστίθεται η έννοια της «ευελιξίας». Οι νέες τεχνολογίες καταλύουν τις χωρικές δεσμεύσεις φέρνοντας στο προσκήνιο την ιδέα της «παγκοσμιοποίησης», την ίδια στιγμή που αναδεικνύεται η σημασία του τοπικού. Σε οικονομικό επίπεδο αυτό σημαίνει πέρασμα από το φορντικό μοντέλο σ΄ εκείνο της ευέλικτης συσσώρευσης. Οι πρώην βιομηχανικές μητροπόλεις αποβιομηχανοποιούνται για να εγκατασταθούν εκεί τα νέα κέντρα έρευνας, στρατηγικής και ελέγχου της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ παρατηρείται μια «σκυταλοδρομία» της άνισης ανάπτυξης, που αποτυπώνεται στις νέες χωροταξικές διευθετήσεις, μεταμορφώνοντας το ευρωπαϊκό τοπίο. Είναι φανερό ότι, σήμερα, βρισκόμαστε στο ζενίθ της ευέλικτης συσσώρευσης, με την πλάστιγγα, ωστόσο, να γέρνει υπέρ των χρηματοοικονομικών κέντρων έναντι των τοπικών οικονομιών. Στο ολοένα δε διευρυνόμενο αναπτυξιακό χάσμα, που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια μεταξύ του Βορρά και του Νότου, ελλοχεύει, ήδη, ο κίνδυνος της κατάρρευσης του ίδιου του οράματος της ενωμένης Ευρώπης.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Κουρλιούρος, Η., 2011, Διαδρομές στις θεωρίες του χώρου: Οικονομική Γεωγραφία της παραγωγικής αναδιάρθρωσης και της άνισης ανάπτυξης, εκδ. Προπομπός, Αθήνα
Λεοντίδου, Λ., 2011, Αγεωγράφητος χώρα: Ελληνικά είδωλα στους επιστημολογικούς αναστοχασμούς της ευρωπαϊκής γεωγραφίας, εκδ. Προπομπός, Αθήνα
Harvey, D., 2007, Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας: Διερεύνηση των απαρχών της πολιτισμικής μεταβολής, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα
Τσάμπρα, Μ., 2008, «Γεωγραφία της παραγωγής και βιομηχανική αναδιάρθρωση» στο Ευρωπαϊκές Γεωγραφίες, Τεχνολογία και Υλικός Πολιτισμός, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα

ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Μηλιός Γ. «Η ελληνική οικονομία κατά τον 20ο αιώνα», 2010, Ανακτήθηκε από users.ntua.gr/jmilios/Oikonomia_Eikostos1ab.pdf‎  στις 02/03/2014.



* στο συγκεκριμένο σημείο ο καθηγητής επισημαίνει ότι «όταν αναφερόμαστε σε έναν πίνακα πρέπει ταυτόχρονα να τον παραθέτουμε αυτούσιο»





[1] Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η διαταραχή αυτού ακριβώς του κύκλου είναι που θα προκαλέσει την άνιση ανάπτυξη. (Harvey, 2007)
[2] Θα πρέπει να διευκρινήσουμε ότι η βιομηχανική εποχή σήμανε, εξαρχής, την «αφετηρία της άνισης ανάπτυξης». (Τσάμπρα, 2008: 191) Θα έλεγε κανείς, δηλαδή, ότι η άνιση ανάπτυξη αποτελεί, εγγενή ιδιομορφία του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος.
[3] Μηλιός Γ. «Η ελληνική οικονομία κατά τον 20ο αιώνα», 2010, Ανακτήθηκε από users.ntua.gr/jmilios/Oikonomia_Eikostos1ab.pdf‎  στις 02/03/2014.
[4] Ήδη από το 1950 η Ιαπωνία αποδείχθηκε πρωτοπόρα εισάγοντας «το περίφημο “ευέλικτο” σύστημα παραγωγής Toyota» που προσάρμοζε το φορντικό αμερικανικό μοντέλο «σε ένα περιβάλλον από μικρές εσωτερικές αγορές, σπανιότητα κεφαλαίου και αφθονία εργατικού δυναμικού». (Λεοντίδου, 2011: 203, 204)
[5] Όλα αυτά καταλήγουν να υπονομεύουν τον εργατικό συνδικαλισμό, που είχε αναπτυχθεί επί φορντισμού, αμβλύνοντας την ταξική συνείδηση και κάνοντας, έτσι ευκολότερη την εφαρμογή της ευελιξίας στις εργασιακές διαδικασίες. Θα πρέπει, επίσης, να σημειώσουμε ότι η αλλαγή στον τρόπο ελέγχου της εργασίας είχε ως άμεση συνέπεια την, κατά τόπους, έξαρση της άτυπης οικονομίας και της παραοικονομίας. (Harvey, 2007: 211)
[6] Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Harvey (2011: 214), «οι οικονομίες φάσματος νίκησαν τις οικονομίες κλίμακος».
[7] Όλα αυτά, βεβαίως, καταλήγουν, όπως το ζούμε και στις μέρες μας, σε ευθεία σύγκρουση του μεγάλου κεφαλαίου με τα έθνη-κράτη και τις παρεμβατικές πολιτικές τους, κάτι που δεν αφήνει χωρίς κίνδυνο τις ισορροπίες της υπάρχουσας παγκόσμιας γεωπολιτικής δομής. (Harvey, 20070
[8] Ο λεγόμενος «τοπικός υλικός πολιτισμός» που περιλαμβάνει από το «ανθρώπινο κεφάλαιο» ως τις υπάρχουσες αναπτυξιακές υποδομές. (Τσάμπρα, 2008: 233)
[9] Η «Τρίτη Ιταλία» συμπεριλαμβάνει «περιφέρειες της κεντρικής και βορειοανατολικής Ιταλίας που γεωγραφικά βρίσκονται ανάμεσα στα δύο αναπτυξιακά άκρα της πολωμένης χωροοικονομικής δομής της χώρας αυτής: του υπεραναπτυγμένου βιομηχανικού βορρά […] και του υπανάπτυκτου νότου». (Κουρλιούρος, 2011: 325)
[10] Ίσως, μάλιστα, εδώ να κρύβεται και το μυστικό της επιτυχίας του εγχειρήματος, που έδωσε προτεραιότητα στην ανάπτυξη μικρών βιοτεχνικών μονάδων απέναντι στα ανερχόμενα μονοπώλια των πολυεθνικών, συνδυάζοντας την επιχειρηματική ευελιξία με το «συλλογικό καλό».
[11] Αυξάνεται η «εισοδηματική ανισότητα» μεταξύ μιας εργασιακής «αριστοκρατίας» των υψηλών υπηρεσιών και μιας κατώτερης εργατικής τάξης. (Harvey, 2007: 262)
[12] Ο Κουρλιούρος το αναφέρει ως «επιλεκτική εκβιομηχάνιση πρώην καθυστερημένων χωρών». (2011: 147)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου